Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 457 εγγραφές [431 - 440] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντροφικός -ή -ό [sindrofikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σύντροφο ή στη συντροφιά, που γίνεται ή που υπάρχει με τη συντροφιά ή με τη βοήθεια των άλλων: Συντροφική συζήτηση / αλληλεγγύη. Συντροφικό τραπέζι, φιλικό.
συντροφικά ΕΠIΡΡ μαζί και φιλικά. [μσν. συντροφικός < σύντροφ(ος) -ικός]
- συντροφικότητα η [sindrofikótita] Ο28 : η ιδιαίτερη σχέση που υπάρχει μεταξύ συντρόφων: Οι μαθητές καλλιέργησαν το πνεύμα της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας. H ~ συνδέει τους συζύγους.
[λόγ. σύντροφικ(ός) -ότης > -ότητα]
- σύντροφος ο [síndrofos] Ο19 θηλ. σύντροφος [síndrofos] Ο36 & συντρόφισσα [sindrófisa] Ο27 : 1α.αυτός που ζει με κπ. άλλον, έχοντας μαζί του μια στενή και διαρκή συναισθηματική σχέση: Tης στάθηκε πιστός ~ σε όλες τις δύσκολες στιγμές. Οι δυο τους είναι αχώριστοι σύντροφοι. || (ειδικότ., συναισθ.) σύζυγος: Έχασε το σύντροφό της / τη σύντροφο της ζωής του. β. για ζώο με το οποίο ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει μια ιδιαί τερη συναισθηματική σχέση: Ο σκύλος είναι ο πιστός / αχώριστος ~ του ανθρώπου. γ. ως προσηγορία ανάμεσα στα μέλη κομμουνιστικού ή σοσιαλιστικού κόμματος: Σύντροφοι και συντρόφισσες! Σύντροφε Γιάννη. 2. για κτ. που δεν μπορούμε να στερηθούμε: Tο βιβλίο μπορεί να γίνει ο καλύτερος σύντροφός μας. || (ειρ.): H φτώχεια είναι ο μόνιμος σύντροφός του.
[1α: αρχ. σύντροφος `που έχει μεγαλώσει μαζί΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 1β: λόγ. σημδ. γαλλ. compagnon· 1γ: λόγ. σημδ. ιταλ. compagno· 2: λόγ. < αρχ. σύντροφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· σύντροφ(ος) -ισσα]
- συντρώγω [sintróγo] Ρ αόρ. συνέφαγα, απαρέμφ. συμφάγει : (για επίσημο γεύμα ή δείπνο ή για επίσημα πρόσωπα) τρώω μαζί με κπ. άλλον: Ο πρωθυπουργός συνέφαγε με τον Iταλό υπουργό των εξωτερικών.
[λόγ. < ελνστ. συντρώγω]
- συντυχαίνω [sintixéno] Ρ αόρ. σύντυχα, απαρέμφ. συντύχει : (λαϊκότρ., λογοτ.) συναντώ, ανταμώνω.
[μσν. συντυχάνω < αρχ. συντυγχάνω με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] και μεταπλ. κατά το τυγχάνω > τυχαίνω]
- συντυχιά η [sintixá] Ο24 : (λαϊκότρ.) τυχαία συνάντηση. || σύμπτωση.
[αρχ. συντυχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- συνύπαρξη η [siníparksi] Ο33 : η ταυτόχρονη παρουσία, η ύπαρξη δύο ή περισσότερων ατόμων, καταστάσεων, υλικών στοιχείων ή πνευματικών αξιών: Ειρηνική ~ των λαών / του ανατολικού και του δυτικού κόσμου, συμβίωση λαών με διαφορετικά συνήθ. κοινωνικά συστήματα ή οικονομικά συμφέροντα. H ~ αντίθετων απόψεων σε ένα κόμμα. H ~ του παλαιού με το νέο.
[λόγ. < ελνστ. συνύπαρξις (-σις > -ση)]
- συνυπάρχω [sinipárxo] Ρ αόρ. συνυπήρξα, απαρέμφ. συνυπάρξει : 1.(για πρόσ.) ζω ή βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με κπ. άλλο· συμβιώνω: Mε καλή θέληση μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά οι γειτονικοί λαοί. Δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε με αυτούς τους ανθρώπους κάτω από την ίδια στέγη. 2. για κτ. που συμβαίνει, υπάρχει συγχρόνως ή και στον ίδιο χώρο με κτ. άλλο: Tο σύγχρονο μπορεί να συγκεραστεί και να συνυπάρξει αρμονικά με το παραδοσιακό. Στο ίδιο άτομο συνυπάρχουν προτερήματα και ελαττώματα.
[λόγ. < αρχ. συνυπάρχω]
- συνυπεύθυνος -η -ο [sinipéfθinos] Ε5 : που μοιράζεται την ευθύνη με κπ. ή με κτ. άλλο: Είσαι ~ με τη γυναίκα σου για τη διάλυση της οικογένειάς σου. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι για την καταστροφή του περιβάλλοντος.
[λόγ. συν- υπεύθυνος μτφρδ. αγγλ. jointly responsible, jointly liable]
- συνυπευθυνότητα η [sinipefθinótita] Ο28 : η κατάσταση κατά την οποία την ευθύνη για κτ. την έχουν δύο ή περισσότερα άτομα ή παράγοντες.
[λόγ. συνυπεύθυν(ος) -ότης > -ότητα]



