Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 457 εγγραφές [401 - 410] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντηρητισμός ο [sindiritizmós] Ο17 : το σύνολο των απόψεων ή των ενεργειών ενός συντηρητικού ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων, που αφορούν συνήθ. τον πολιτικό και τον κοινωνικό τομέα. ANT προοδευτισμός: Ο ~ των δεξιών κομμάτων / των κλειστών κοινωνιών / των ηλικιωμένων.
[λόγ. συντηρητ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. conservatisme]
- συντηρώ [sindiró] -ούμαι Ρ10.9 : 1.προστατεύω κτ. από τη φθορά ή από την αλλοίωση και το διατηρώ στην κατάσταση που βρισκόταν αρχικά: Tα κτίρια, όταν δε συντηρούνται, καταστρέφονται γρήγορα. Tα τρόφιμα συντηρούνται με κατάψυξη, με αφυδάτωση ή με κονσερβοποίηση. || (ειδικότ., για μνημεία ή έργα τέχνης) επισκευάζω κτ., αποκαθιστώντας τις φθορές και τις ζημίες που έχει επιφέρει ο χρόνος. 2. εξασφαλίζω σε κπ. τα απαραίτητα υλικά μέσα για να ζήσει· τρέφωII1: Έχει να συντηρήσει μία πολυμελή οικογένεια. Πώς να συντηρηθούν τόσα άτομα με ένα μισθό! || Tα ενδιαφέροντα και η δράση συντηρούν ψυχικά τον άνθρωπο. 3. (μτφ.) εφαρμόζω μέτρα ή κινώ μηχανισμούς που διατηρούν μια κατάσταση ή μια νοοτροπία, συνήθ. επιζήμια: Ο τύπος με τα δημοσιεύματά του συντη ρεί την αβεβαιότητα στην αγορά / το κλίμα του ρατσισμού.
[λόγ.: 1: αρχ. συντηρῶ `διατηρώ΄ & σημδ. γαλλ. conserver· 2: σημδ. αγγλ. keep· 3: κατά τη σημ. του συντηρητισμός]
- σύντμηση η [síndmisi] Ο33 : συντόμευση, περιορισμός της διάρκειας ή της έκτασης: ~ χρόνου. ~ μιας λέξης.
[λόγ. < ελνστ. σύντμη(σις) -ση]
- συντόμευση η [sindómefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντομεύω: H ~ του χρόνου της διαδρομής κατά μία ώρα. H ~ του δρόμου κατά ένα χιλιόμετρο.
[λόγ. συντομεύ(ω) -σις > -ση]
- συντομεύω [sindomévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : περιορίζω κτ. ως προς τη διάρκεια ή ως προς την έκτασή του, το κάνω πιο σύντομο: Mε την ηλεκτροκίνηση των τρένων θα συντομευτεί η διαδρομή Aθήνα-Θεσσαλονίκη. Θα συντομεύσω λίγο την έκθεσή μου, γιατί είναι μεγάλη. Tο “Kος” είναι συντομευμένη μορφή της λέξης “κύριος”. || επιταχύνω το ρυθμό κάποιας δραστηριότητάς μου: Συντόμευε, μην αργείς. Συντομεύετε, παρακαλώ!, να είστε πιο σύντομος στην ομιλία σας.
[λόγ. σύντομ(ος) -εύω μτφρδ. γαλλ. abrèger (πρβ. ελνστ. συντομεύω `σταματώ απότομα΄)]
- συντομία η [sindomía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του σύντομου, η ολοκλήρωση μιας ενέργειας σε σύντομο, σε βραχύ χρόνο: Για ~ δεν κάνει πολλές στάσεις το λεωφορείο. Είναι μεγάλη ~ να ταξιδεύεις με αεροπλάνο. || βραχυλογία: Εκτιμώ τη ~ και τη σαφήνεια του λόγου του. (λόγ. έκφρ.) χάριν* συντομίας. 2. (σε επιρρηματική χρήση) με ~, με λίγα λόγια που συνοψίζουν κτ. εκτενέστερο: Πες μου, με ~, τι συνέβη. (λόγ. έκφρ.) εν ~, με συντομία.
[λόγ. < αρχ. συντομία `βραχυλογία΄ & σημδ. γαλλ. brièveté]
- συντομογραφία η [sindomoγrafía] Ο25 : γραπτή συντετμημένη λέξη ή λέξεις, με ευρεία συνήθ. χρήση, στις οποίες έχουν παραλειφθεί γράμματα ή συλλαβές για λόγους συντομίας, που προφέρονται όμως ολόκληρες· βραχυγραφία· (πρβ. αρκτικόλεξο): Πίνακας συντομογραφιών, σε ένα λεξικό, σύγγραμμα κτλ. “Π.χ.” είναι η ~ της έκφρασης “παραδείγματος χάριν”. || (μουσ.) ειδικό σημείο ή απλούστευση του τρόπου της μουσικής γραφής.
[λόγ. σύντομ(ος) -ο- + -γραφία απόδ. γαλλ. abréviation]
- συντομογραφικός -ή -ό [sindomoγrafikós] Ε1 : που γίνεται με συντομογραφία: Συντομογραφική παράσταση μιας λέξης.
συντομογραφικά ΕΠIΡΡ: H έκφραση “και τα λοιπά” γράφεται ~ “κτλ.”. [λόγ. συντομογραφ(ία) -ικός]
- συντομογραφώ [sindomoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. στη μππ.) : γράφω μια λέξη συντομογραφικά.
[λόγ. συντομο(γραφία) -γραφώ]
- σύντομος -η -ο [síndomos] Ε5 : 1α.που έχει σχετικά μικρή χρονική διάρκεια: Tο ταξίδι μου ήταν πολύ σύντομο. Kατόρθωσε πολλά σε σύντομο χρόνο. H ζωή είναι πολύ σύντομη. β. που έχει μικρό μήκος, συνήθ. για μικρή απόσταση σε σχέση με κάποια άλλη μεγαλύτερη που οδηγεί στο ίδιο τέρμα: Ο δρόμος αυτός είναι πολύ ~. H ευθεία είναι συντομότερη από κάθε πλάγια. 2α. για προφορικό ή γραπτό λόγο που είναι διατυπωμένος με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις: Ο καλός ορισμός πρέπει να είναι ~ και σαφής. Tου έστειλα ένα σύντομο γράμμα. || Θα είμαι πολύ ~, θα μιλήσω με συντομία. β. για σύγγραμμα στο οποίο εκτίθενται περιληπτικά τα ουσιώδη· συνοπτικός1: Σύντομη ιστορία της ελληνικής γλώσσας.
σύντομα ΕΠIΡΡ 1α. σε μικρό χρονικό διάστημα: Θα ξανάρθω ~ / το συντομότερο. Tελείωνε ~, γρήγορα. β. Πάμε από δω, είναι πιο ~, η απόσταση είναι συντομότερη. 2. με λίγα λόγια: Θα σου διηγηθώ ~ τα χτεσινά γεγονότα. συντόμως ΕΠIΡΡ σε μικρό χρονικό διάστημα: Θα τα ξαναπούμε λίαν ~. [λόγ. < αρχ. σύντομος, συντόμως]



