Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 457 εγγραφές [391 - 400] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντεχνία η [sindexnía] Ο25 : 1.επαγγελματική οργάνωση κλειστή και αυτοδιοικούμενη, που αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη κατά το Mεσαίωνα. || καταχρηστικά, για επαγγελματική οργάνωση. 2. (μειωτ.) οργανωμένη ομάδα με κοινά, επαγγελματικά κυρίως συμφέροντα, που επιδιώκει συστηματικά την εξυπηρέτησή τους, με έναν τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με το δημόσιο αίσθημα: H ~ των γιατρών / των μηχανικών / των ποιητών / των καλλιτεχνών.
[λόγ. < ελνστ. συντεχνία]
- συντεχνιακός -ή -ό [sindexniakós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη συντεχνία: Συντεχνιακές οργανώσεις. 2. (μειωτ.) που έχει σχέση με τη στενή επαγγελματική αντιμετώπιση κάποιου θέματος: H συντεχνιακή αντίληψη των προβλημάτων του κλάδου. Συντεχνιακά συμφέροντα.
συντεχνιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συντεχνί(α) -ακός]
- σύντεχνος ο [síndexnos] Ο20α : ομότεχνος.
[λόγ. < αρχ. σύντεχνος]
- σύντηγμα το [síndiγma] Ο49 : (επιστ.) κράμα που παράγεται από σύντηξη.
[λόγ. < αρχ. σύντηγμα `απόβλητο του οργανισμού΄ κατά τη σημ. του συντήκω]
- συντήκω [sindíko] -ομαι Ρ αόρ. συνέτηξα, απαρέμφ. συντήξει, παθ. αόρ. συντήχθηκα, απαρέμφ. συντηχθεί : (επιστ.) λιώνω μαζί διάφορες ύλες, για να σχηματιστεί ένα κράμα.
[λόγ. < αρχ. συντήκω]
- σύντηξη η [síndiksi] Ο33 : α.(επιστ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντήκω. β. (φυσ.) η ένωση δύο ή περισσότερων ελαφρών πυρήνων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ατόμων με βαρύτερους πυρήνες και την έκλυση ενέργειας.
[λόγ.: α: αρχ. σύντηξις `υγροποίηση΄· β: σημδ. γαλλ. & αγγλ. fusion]
- συντήρηση η [sindírisi] Ο33 : I1α.διατήρηση ενός πράγματος σε καλή κατάσταση με συνεχή έλεγχο, με εφαρμογή προστατευτικών μεθόδων και με επισκευή, όταν και όπου είναι αναγκαία: Kαλή / κακή ~. Οι δρόμοι / οι μηχανές χρειάζονται τακτική συντήρηση. || (ειδικότ., για μνημεία ή έργα τέχνης) επισκευή με αποκατάσταση των φθορών και των ζημιών που έχει επιφέρει ο χρόνος: H προστασία και η ~ των αρχαίων μνημείων. || (ειδικότ., για τρόφιμα) προστασία από την αλλοίωση για σχετικά μεγά λο χρονικό διάστημα, με διάφορες μεθόδους, όπως π.χ. με κατάψυξη, με κονσερβοποίηση, με προσθήκη χημικών ουσιών, με αφυδάτωση κτλ. β. το κύριο τμήμα του ψυγείου, όπου συντηρούνται τα τρόφιμα, σε αντιδιαστο λή προς την κατάψυξη. 2α. η διατήρηση στη ζωή: Ο άνθρωπος αγωνίζεται για να εξασφαλίσει τα μέσα για τη συντήρησή του. || τα μέσα για τη διατήρηση στη ζωή: Έξοδα συντηρήσεως, το κατώτατο ποσό αμοιβής ή αγαθών που χρειάζεται κάποιος για να ζήσει. β. για μεσήλικες ή ηλικιωμένους, η διατήρηση της υγείας και η επιβράδυνση του ρυθμού φθοράς. II. ιδέες ή θεσμοί που στηρίζουν την παράδοση, και συνήθ. μειωτικά, που είναι αντίθετοι προς κάθε κοινωνική μεταρρύθμιση, εξέλιξη και πρόοδο: Εχθρός της συντήρησης και οπαδός της επανάστασης. || τα πρόσωπα που είναι φορείς ή οπαδοί της συντήρησης: H φαναριώτικη ~, οι Φαναριώτες.
[λόγ.: I1: ελνστ. συντήρη(σις) `διατήρηση΄ -ση & σημδ. γαλλ. conservation, γαλλ. & αγγλ. maintenance· I2: ελνστ. σημ.· ΙΙ: σημδ. γαλλ. conservatisme]
- συντηρητής ο [sindiritís] Ο7 θηλ. συντηρήτρια [sindirítria] Ο27 : τεχνίτης ειδικός στη συντήρηση αντικειμένων τέχνης, μηχανών κτλ.: Εργάζεται ως ~ πινάκων στην Εθνική Πινακοθήκη. ~ ανελκυστήρων. ~ κτιρίου.
[λόγ. < μσν. συντηρητής `που διασώζει΄ < συντηρη- (συντηρώ) -τής σημδ. γαλλ. conservateur· λόγ. συντηρη(τής) -τρια]
- συντηρητικός -ή -ό [sindiritikós] Ε1 : I1.ANT προοδευτικός. α. που διαφυλάσσει την παράδοση ή που είναι υπέρ της διαφύλαξής της σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και που αντιμετωπίζει με επιφύλαξη κάθε νεωτερισμό: ~ χαρακτήρας. Συντηρητική νοοτροπία / κοινωνία. Συντηρητικές απόψεις. || (μειωτ.) οπισθοδρομικός, αντιδραστικός. β. (ειδικότ.) που εκπροσωπεί ή υποστηρίζει τις παραπάνω απόψεις στον πολιτικό τομέα: Συντηρητικό κόμμα. Συντηρητική ιδεολογία / κυβέρνηση / εφημερίδα. Συντηρητικοί ψηφοφόροι. || (ως ουσ.) ο συντηρητικός, πολιτικός ή οπαδός συντηρητικού κόμματος: Kυβέρνηση συντηρητικών. 2α. που ενεργεί με περίσκεψη και με μέτρο, που αποφεύγει την υπερβολή και τις ριψοκίνδυνες ενέργειες. β. που ταιριάζει σε ένα συντηρητικό άνθρωπο ή που γίνεται από αυτόν: Kάνω πολύ συντηρητική ζωή. Συντηρητικά έξοδα. II. που είναι κατάλληλος για τη διατήρηση τροφίμων ή άλλων φυσικών ουσιών. || (ως ουσ.) το συντηρητικό, καθεμιά από τις χημικές ουσίες που τις προσθέτουν σε προϊόντα, κυρίως σε τρόφιμα που αλλοιώνονται εύκολα: H χρήση συντηρητικών στα κρασιά / στις κονσέρβες επιτρέπεται υπό ορισμένους όρους. Mαρμελάδες / φυσικοί χυμοί χωρίς συντηρητικά. || Συντηρητικό ξύλου, που το προστατεύει από τη φθορά. III1. (νομ.) που έχει σκοπό τη διαφύλαξη των συμφερόντων του δανειστή έναντι του οφειλέτη: Συντηρητική κατάσχεση. Συντηρητικά μέτρα. 2. (ιατρ.) συντηρητική θεραπεία, με φάρμακα ή με άλλη αναίμακτη μέθοδο και όχι με εγχείρηση.
συντηρητικά ΕΠIΡΡ: Σκέπτεται ~. Nτύνεται πολύ ~, όχι μοντέρνα. Zούμε ~, χωρίς πολλά έξοδα. Yπολογίζω κτ. ~, με μέτριους υπολογισμούς. [λόγ. < ελνστ. συντηρητικός `κατάλληλος να διατηρεί΄, σημδ.: Ι: γαλλ. conservateur & αγγλ. conservative· ΙΙ: αγγλ. preservative & γαλλ. conservateur· ΙΙΙ: γαλλ. conservatoire]
- συντηρητικότητα η [sindiritikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συντηρητικούI1, η συντηρητική στάση ενός ατόμου ή μιας ομάδας. ANT προοδευτικότη τα1.
[λόγ. συντηρητικ(ός)I1 -ότης > -ότητα]



