Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συν
457 εγγραφές [31 - 40]
συναιρώ [sineró] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. συναίρεσα, απαρέμφ. συναιρέσει, παθ. αόρ. συναιρέθηκα, απαρέμφ. συναιρεθεί, μππ. συνηρημένος* και (σπάν.) συναιρεμένος (συνήθ. παθ.) : για φωνήεντα που παθαίνουν συναίρεση: Tο “α” και το “ω” συναιρούνται σε “ω”.

[λόγ. < ελνστ. συναιρῶ, αρχ. σημ.: `αρπάζω μαζί΄]

συναισθάνομαι [sinesθánome] Ρ7.2β (χωρίς μππ.) : έχω πλήρη συνείδη ση, πλήρη επίγνωση μιας κατάστασης που με αφορά άμεσα και την οποία πρέπει να αντιμετωπίσω: Συναισθάνθηκε το σφάλμα του και προσπάθησε να το επανορθώσει. ~ τον κίνδυνο που με απειλεί / το μέγεθος των ευθυνών που έχω επωμιστεί. || κατανοώ, νιώθω τη δυσάρεστη κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος.

[λόγ. < αρχ. συναισθάνομαι]

συναίσθημα το [sinésθima] Ο49 : (ψυχ.) ευχάριστη ή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που προκαλείται από αισθήματα, παραστάσεις ή σκέψεις: Tο ~ της χαράς / της λύπης / της αγάπης / του μίσους / του φόβου. Ευχάριστο / δυσάρεστο / αρνητικό / θετικό ~. Kατώτερα / ανώτερα συναισθήματα, που συνδέονται με την ικανοποίηση υλικών / πνευματικών αναγκών. Θεωρητικά / καλαισθητικά / ηθικά / θρησκευτικά συναισθήματα, ανώτερα συναισθήματα με τα οποία εκδηλώνεται η στάση του ατόμου απέναντι στις αξίες της αλήθειας, της ομορφιάς, της αρετής και της αγιότητας. Εκδηλώνω / εκφράζω τα συναισθήματά μου με λόγια / με έργα. Aνάμεικτα συναισθήματα, π.χ. χαράς και λύπης, ελπίδας και φόβου. || η τάση του ατόμου να επηρεάζεται από τα συναισθήματά του (σε αντιδιαστολή προς τη νόηση και τη βούληση): Kρίνει και ενεργεί με την ψυχρή λογική και όχι με το ~.

[λόγ. < ελνστ. συναίσθημα `κοινή αντίληψη΄ κατά τη σημ. του συναισθάνομαι]

συναισθηματικός -ή -ό [sinesθimatikós] Ε1 : 1.που αφορά τα συναισθήματα ή που προκαλείται από κάποιο συναίσθημα: Ο ~ κόσμος / η συναισθηματική ζωή του ανθρώπου. Bρίσκεται σε άσχημη συναισθηματική κατάσταση, έχει δυσάρεστα συναισθήματα. || (ειδικότ.) που αφορά τα συναισθήματα αγάπης, τρυφερότητας: H μητέρα καλύπτει τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού. Έχει συναισθηματικά προβλήματα. Έχει συναισθηματικούς δεσμούς με την πατρίδα του. 2. για πρόσωπο που κυριαρχείται από συναισθήματα αγάπης και τρυφερότητας, που είναι ευαί σθητος και τρυφερός: ~ άνθρωπος. συναισθηματικά ΕΠIΡΡ: Aντιδρά / κρίνει ~ και όχι ψυχρά και λογικά. ~ φορτισμένη κατάσταση / λέξη.

[λόγ. συναισθηματ- (συναίσθημα) -ικός μτφρδ. γαλλ. sentimental]

συναισθηματικότητα η [sinesθimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ατόμου να δοκιμάζει συναισθήματα ευχάριστα ή δυσάρεστα.

[λόγ. συναισθηματικ(ός) -ότης > -ότητα]

συναισθηματισμός ο [sinesθimatizmós] Ο17 : η τάση ενός ατόμου να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις συναισθηματικά και όχι ρεαλιστικά και αντικειμενικά. || (πληθ.) ενέργειες που υπαγορεύονται από συναισθηματισμό: Άφησε τους συναισθηματισμούς και κοίταξε το συμφέρον σου.

[λόγ. συναισθηματ- (συναίσθημα) -ισμός μτφρδ. γαλλ. sentimentalisme]

συναίσθηση η [sinésθisi] Ο33 : πλήρης αντίληψη και κατανόηση μιας πραγματικότητας που αφορά κπ. άμεσα· επίγνωση: Είναι πολύ προσεκτικός, γιατί έχει ~ του κινδύνου. Δεν έχει ~ των ευθυνών του / του τι λέει και του τι κάνει.

[λόγ. < ελνστ. συναίσθη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ταυτόχρονη αντίληψη΄]

συναισθησία η [sinesθisía] Ο25 : (φυσιολ., ψυχ.) φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη αντίληψη ενός αισθήματος συμπληρωματικού του κύριου και φυσιολογικού και το οποίο αφορά ένα άλλο σημείο του σώματος ή ένα άλλο αισθητήριο όργανο, όπως π.χ. όταν ένας ήχος γεννά την εντύπωση του χρώματος.

[λόγ. < γαλλ. synesthésie < αρχ. συναίσθησ(ις) -ie = -ία]

συναίτιος -α -ο [sinétios] Ε6 : συνυπεύθυνος, συνένοχος.

[λόγ. < αρχ. συναίτιος]

συναιτιότητα η [sinetiótita] Ο28 : συνυπευθυνότητα.

[λόγ. συναίτι(ος) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...46   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες