Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συν
457 εγγραφές [21 - 30]
συναδελφώνω [sinaδelfóno] -ομαι & συναδερφώνω [sinaδerfóno] -ομαι Ρ1 : παραμερίζω την αποξένωση ή την εχθρότητα που υπάρχει ανάμεσα σε άτομα ή σε λαούς και συντελώ στη δημιουργία σχέσεων φιλίας και αγάπης: Στρατιώτες και επαναστάτες συναδελφώθηκαν. Συναδελφωμένοι όλοι οι Έλληνες ξανάχτισαν ό,τι κατέστρεψε ο εμφύλιος πόλεμος.

[λόγ. συν- αδελφώνω· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αδελφός > αδερφός]

συναδέλφωση η [sinaδélfosi] & συναδέρφωση η [sinaδérfosi] Ο33 : η ενέργεια του συναδελφώνω, η δημιουργία στενών, αδελφικών δεσμών μεταξύ ατόμων ή ομάδων: Σκοπός των κινημάτων ειρήνης είναι η ~ των λαών.

[λόγ. συναδελφω- (δες συναδελφώνω) -σις > -ση· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το συνάδελφος > συνάδερφος]

συνάζω [sinázo] -ομαι Ρ2.2 : (λαϊκότρ.) συγκεντρώνω: Σύναζε αγριολούλουδα στο λιβάδι, μάζευε. Συνάχτηκε ο λαός στην εκκλησιά, συναθροίστηκε.

[μσν. συνάζω < αρχ. συν(άγω) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. συναξ- κατά το σχ.: στεναξ- (εστέναξα) - στενάζω]

συναθλητής ο [sinaθlitís] Ο7 θηλ. συναθλήτρια [sinaθlítria] Ο27 : αυτός που αθλείται μαζί με άλλον ή με άλλους αθλητές και στη σχέση του με αυτούς.

[λόγ. < ελνστ. συναθλητής· λόγ. συναθλη(τής) -τρια]

συναθροίζω [sinaθrízo] -ομαι Ρ2.1 : (συνήθ. για πρόσ.) συγκεντρώνω ένα μεγάλο συνήθ. αριθμό ατόμων σε ένα χώρο: Συνάθροισε όλα τα παιδιά μέσα στο σχολείο. Όλα τα μέλη της οργάνωσης συναθροίστηκαν στο σπίτι του αρχηγού. Kόσμος πολύς ήταν συναθροισμένος στο λιμάνι περιμένοντας το καράβι.

[λόγ. < αρχ. συναθροίζω]

συνάθροιση η [sináθrisi] Ο33 : συγκέντρωση ατόμων, συνήθ. σε προκαθο ρισμένο τόπο και για ορισμένο σκοπό: Επιτρέπονται / απαγορεύονται από την αστυνομία οι δημόσιες συναθροίσεις.

[λόγ. < αρχ. συνάθροι(σις) -ση]

συναίνεση η [sinénesi] Ο33 : συγκατάθεση, συμφωνία: Tα αυστηρά οικονομικά μέτρα απαιτούν κοινωνική ~. H κυβέρνηση ζήτησε τη ~ όλων των κομμάτων, για να πετύχει η εφαρμογή του προγράμματός της. Διέκοψε το σχολείο χωρίς τη ~ των γονέων του. || (απαρχ. έκφρ.) κοινή συναινέσει, με κοινή συναίνεση, συναινετικά: Tο διαζύγιο βγήκε κοινή συναινέσει.

[λόγ. < ελνστ. συναίνε(σις) -ση]

συναινετικός -ή -ό [sinenetikós] Ε1 : που στηρίζεται στη συναίνεση, που είναι αποτέλεσμα συναίνεσης: Οι διαπραγματεύσεις έγιναν σε συναινετικό κλίμα. Συναινετικές διαδικασίες. || (νομ.) συναινετικό διαζύγιο, χωρίς αντιδικία· κοινή συναινέσει. συναινετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. συναινετικόν, τό `ταυτόχρονη υπόσχεση΄]

συναινώ [sinenó] Ρ10.10α : συμφωνώ με την απόφαση κάποιου και δέχομαι την πραγματοποίησή της: Δε θα συναινέσω ποτέ σ΄ αυτό το διαζύγιο / στη διάλυση της εταιρείας.

[λόγ. < αρχ. συναινῶ]

συναίρεση η [sinéresi] Ο33 : (γραμμ.) α. η ένωση δύο γειτονικών φωνηέντων μέσα στην ίδια λέξη, π.χ. ακούουν > ακούν. β. στην αρχαία ελληνι κή γραμματική, η συγχώνευση δύο φωνηέντων ή ενός φωνήεντος και μιας διφθόγγου, μέσα στην ίδια λέξη, σε ένα μακρό φωνήεν ή σε μία δίφθογγο.

[λόγ.: β: ελνστ. συναίρε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `τράβηγμα μαζί΄· α: σημδ. γαλλ. contraction]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...46   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες