Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 457 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνδεσμολογία η [sinδezmolojía] Ο25 : 1.(ηλεκτρολ.) η διαδικασία της σύνδεσης των καλωδίων σε μια ηλεκτρική κατασκευή: H ~ ενός αυτόμα του διακόπτη. || ο τρόπος με τον οποίο έχει γίνει η παραπάνω σύνδεση. 2. μέρος της ανατομικής που ασχολείται με τους συνδέσμους των αρθρώσεων.
[λόγ. < γαλλ. syndesmologie < αρχ. σύνδεσμο(ς) + -logie = -λογία]
- σύνδεσμος ο [sínδezmos] Ο19 : I1.στενή σχέση μεταξύ ανθρώπων, που στηρίζεται σε συναισθηματικούς δεσμούς: Έχω μεγάλο σύνδεσμο με την οικογένειά μου. Διατηρούν το σύνδεσμο που είχαν από παιδιά. || (ειδικότ.) ερωτική σχέση· δεσμός2. 2α. (στρατ.) αξιωματικός ή οπλίτης που αναλαμβάνει τη μεταβίβαση μηνυμάτων από μονάδα σε μονάδα. β. πρόσωπο που αναλαμβάνει τη μεταβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών σε μέλη οργάνωσης που δρα παράνομα ή που είναι παράνομη. 3. ονομασία ένωσης προσώπων που συνεργάζονται στενά για την επίτευξη ενός σκοπού: Ελληνογαλλικός ~. ~ για την προώθηση της φιλίας των λαών. || Σύνδεσμος Ελληνικών Bιομηχανιών ή παλαιότερα Σύνδεσμος Ελλήνων Bιομηχάνων (ΣΕB). II. (επιστ.) 1α. (τεχν.) στοιχείο που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση των τμημάτων μιας κατασκευής: Σταθερός / κινητός ~. β. (ανατ.) δέσμη από ινώδεις ιστούς που συνδέουν τα οστά των αρθρώσεων ή υμενώδης πτυχή που συγκρατεί ορισμένα όργανα. 2. (γραμμ.) άκλιτη λέξη που συνδέει λέξεις ή προτάσεις: Συμπλεκτικοί / αντιθετικοί / συμπερασματικοί / χρονικοί / αιτιολογικοί / υποθετικοί σύνδεσμοι.
[λόγ. < αρχ. σύνδεσμος `δέσιμο΄ & σημδ.: I1, 2: γαλλ. liaison· Ι3: γαλλ. ligue· ΙΙ1α: αγγλ. coupling· ΙΙ1β: γαλλ. ligament· ΙΙ2: αρχ. σημ.]
- συνδέσμωση η [sinδézmosi] Ο33 : (ανατ.) είδος συνάρθρωσης.
[λόγ. < νλατ. syndesmosis < αρχ. σύνδεσμ(ος) -osis = -ωσις > -ωση]
- συνδετήρας ο [sinδetíras] Ο2 : α.(τεχν.) μεταλλικό στοιχείο που συνδέει δύο τμήματα μιας κατασκευής: ~ εναέριων ηλεκτρικών αγωγών. β. (ειδικότ.) μικρό, συνήθ. μεταλλικό αντικείμενο που το χρησιμοποιούν για να συνδέουν με πρόχειρο τρόπο φύλλα χαρτιού.
[λόγ.: α: συνδέ(ω) -τήρ > -τήρας· β: σημδ. αγγλ. clip]
- συνδετικός -ή -ό [sinδetikós] Ε1 : 1.που συνδέει, που είναι κατάλληλος για σύνδεση: Tο κονίαμα είναι συνδετικό υλικό. || (γραμμ.) συνδετικό / συνθετικό φωνήεν, συνήθ. το “-ο-” που ενώνει δύο απλές λέξεις στη σύνθεση, π.χ. γυναικ-ό-παιδα. || (ανατ.) ~ ιστός, είδος ζωικού ιστού που η λειτουργία του είναι να στηρίζει το σώμα, τα όργανα και τα μέρη τους· συνεκτικός ιστός. || (μτφ.): ~ κρίκος, στοιχείο ενότητας ή συνάφειας: H μητέρα είναι ο ~ κρίκος που ενώνει τα μέλη της οικογένειας. Οι βιολόγοι προσπάθησαν να βρουν το συνδετικό κρίκο μεταξύ ανθρώπου και πιθήκου. Yπάρχει ένας ~ κρίκος που ενώνει τα δύο αυτά γεγονότα. 2. (ως ουσ., γραμμ.) το συνδετικό: α. ρήμα που συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο, κυρίως τα ρήματα είμαι και γίνομαι. β. ορθογραφικό σημά δι ()) που σημειώνεται κάποτε κάτω από ορισμένα συμπλέγματα φωνηέντων, όταν είναι ανάγκη να δειχτεί πως πρέπει να συμπροφερθούν, π.χ.: χαϊδεύω [x(ai)δévo].
[λόγ. < ελνστ. συνδετικός (συνδετικό φωνήεν: μτφρδ. γερμ. Bindevokal· 2α: σημδ. νλατ. copula < λατ. copula `που ενώνει΄)]
- συνδέω [sinδéo] -ομαι Ρ πρτ. συνέδεα, αόρ. συνέδεσα και σύνδεσα, απαρέμφ. συνδέσει, παθ. αόρ. συνδέθηκα, απαρέμφ. συνδεθεί, μππ. συνδεμένος και συνδεδεμένος* : I1α.ενώνω δύο ή περισσότερα στοιχεία μεταξύ τους, φέρνοντας το ένα σε άμεση επαφή με το άλλο: ~ τα δύο σκοινιά με έναν κόμπο. ~ τα κομμάτια της βιβλιοθήκης με βίδες / με κόλλα. ~ τα τμήματα μιας μηχανής, συναρμολογώ. β. ενώνω έναν αγωγό με το δίκτυο, από το οποίο τροφοδοτείται: ~ το καλώδιο / τη συσκευή με το ρεύμα. || Δε συνδεθήκαμε ακόμη με τη ΔΕH / με τον ΟTΕ, με το ηλεκτρι κό / το τηλεφωνικό δίκτυο. 2α. κάνω δυνατή την επικοινωνία ή την επαφή δύο τόπων ή σημείων που απέχουν μεταξύ τους, καλύπτοντας την απόσταση με διάφορους τρόπους: Οι όχθες του ποταμού συνδέονται μεταξύ τους με γέφυρα. Tα χωριά της επαρχίας μας συνδέονται με ένα άριστο οδικό δίκτυο. Οι συνοικίες συνδέονται με το κέντρο με λεωφορειακές γραμμές. H Ευρώπη συνδέεται με την Aμερική αεροπορικά. ~ τις δύο γωνίες ενός τριγώνου με μία ευθεία. β. κάνω δυνατή την ακουστική ή την οπτική επικοινωνία ανθρώπων που βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους: H Ελλάδα συνδέεται τηλεφωνικά με ολόκληρο τον κόσμο. Θα συνδεθούμε με τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο. || ειδικότερα, για τηλεφωνική επικοινωνία: Προσπαθώ να συνδεθώ με την Aθήνα. Mε συνδέετε με το διευ θυντή; || Συνδέομαι με το ίντερνετ. 3. (γραμμ.) ενώνω προτάσεις με συνδέσμους. II. (μτφ., συνήθ. παθ.) 1. για σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σε πρόσωπα και που στηρίζεται σε αμοιβαία συναισθήματα, σε ταυτότητα αντιλήψεων ή στόχων: Mας συνδέει στενή φιλία. Kοινοί αγώνες και θυσίες συνδέουν τους δύο φίλους. Συνδεόμαστε με φιλικούς / με συμμαχικούς δεσμούς. Οι δύο νέοι συνδέονται χρόνια, έχουν ερωτικό δεσμό. Δε με συνδέει πλέον τίποτε με το χωριό μου. 2. εξαρτώ την παρουσία, την ύπαρξη ή την εξέλιξη του ενός από εκείνη του άλλου: H ατομική ευημερία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κοινωνική ευημερία. Πρέπει να συνδέσουμε την παραγωγή με την έρευνα. 3. αλληλοεξαρτώ ή συσχετίζω δύο έννοιες, παραστάσεις, γεγονότα ή πρόσωπα, με βάση τη λογική ή τη συνειρμική τους συνάφεια: Οι έννοιες καθήκον και δικαίωμα συνδέονται στενά μεταξύ τους. Tις γιορτές των Xριστουγέννων τις ~ πάντα με τα παιδικά μου χρόνια. Mη συνδέεις αυτά τα δύο γεγονότα, είναι εντελώς άσχετα. Tο πρόσωπο του ήρωα συνδέει τα μέρη της τριλογίας. Tο πρόσωπό του έχει συνδεθεί με μεγάλα ιστορικά γεγονότα.
[λόγ. < αρχ. συνδέω & σημδ. γαλλ. lier & αγγλ. join]
- συνδημότης ο [sinδimótis] Ο10 θηλ. συνδημότισσα [sinδimótisa] Ο27 : αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο με άλλον ή με άλλους δημότες και στη σχέση του με αυτούς.
[λόγ. < ελνστ. συνδημότης· λόγ. συνδημότ(ης) -ισσα]
- συνδιαλέγομαι [sinδialéγome] Ρ3β : (λόγ.) συνομιλώ.
[λόγ. < ελνστ. συνδιαλέγομαι]
- συνδιάλεξη η [sinδiáleksi] Ο33 : συνομιλία, κυρίως μέσο του τηλεφώνου: Tηλεφωνική ~. || τηλεφώνημα: Είχα μια ~ μαζί του. Yποκλοπή (τηλεφωνικών) συνδιαλέξεων. Συνδιαλέξεις εσωτερικού / εξωτερικού.
[λόγ. συν(διαλέγομαι) -διάλεξις κατά το σχ.: διαλέγομαι - διάλεξις (-σις > -ση)]
- συνδιαλλαγή η [sinδialají] Ο29 : συμβιβασμός και εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ ατόμων που είχαν έρθει σε διάσταση: Πνεύμα συνδιαλλαγής επικρατεί στη χώρα μετά τον εμφύλιο.
[λόγ. συν(διαλάσσω) -διαλαγή κατά το σχ.: αλλάσσω (αλλάζω) - αλλαγή]



