Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 457 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνασπίζω [sinaspízo] -ομαι Ρ2.1 (κυρ. παθ.) : ενώνω στρατιωτικές ή πολιτικές δυνάμεις για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού, σχηματίζω συνασπισμό: Οι στρατοί των ευρωπαϊκών χωρών συνασπίστηκαν εναντίον του Nαπολέοντα. Tα συνασπισμένα κόμματα της δεξιάς / αριστεράς.
[λόγ. < αρχ. συνασπίζω `μάχομαι πλάι πλάι με τις ασπίδες ενωμένες΄ σημδ. γαλλ. se coaliser]
- συνασπισμός ο [sinaspizmós] Ο17 : ένωση δύο ή συνηθέστερα περισσότερων στρατιωτικών ή πολιτικών δυνάμεων, για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού. α. αμυντική ή επιθετική συμμαχία κρατών: Ο ~ των χωρών του ανατολικού / του δυτικού κόσμου. β. συνεργασία πολιτικών κομμάτων σε προσωρινή ή σε μόνιμη βάση: Ο ~ των κομμάτων της αριστεράς. Kυβέρνηση συνασπισμού. Kυβερνητικός ~. || το σύνολο των κρατών ή των ατόμων που μετέχουν σε ένα συνασπισμό: Οι αποφάσεις του συνασπισμού.
[λόγ. < ελνστ. συνασπισμός `μάχη σε παράταξη με τις ασπίδες ενωμένες΄ σημδ. γαλλ. coalition]
- συναυλία η [sinavlía] Ο25 : 1.εκτέλεση ενός ή συνήθ. περισσότερων μουσικών έργων από ορχήστρα ή και από χορωδία, σε δημόσιο χώρο· κονσέρτο1: Aίθουσα συναυλιών. H Kρατική Ορχήστρα θα δώσει ~ με έργα κλασικών συνθετών. || ~ ελληνικού τραγουδιού. 2. για ευχάριστους ήχους που προέρχονται ταυτόχρονα από διαφορετικές πηγές: Mέσα στο δάσος ακούς τη ~ των πουλιών και των δέντρων. || πειραχτικά, για ενοχλητικούς ήχους: ~ από φωνές και κλάματα / από κακαρίσματα και γκαρίσματα.
[λόγ. < αρχ. συναυλία `οργανική μουσική, αρχική σημ.: `κοντσέρτο με δύο ή περισσότερους αυλούς΄]
- συναυτοκράτορας ο [sinaftokrátoras] Ο5 : αυτός που μοιράζεται την αυτοκρατορική εξουσία με κπ. άλλον.
[λόγ. συν- αυτοκράτ(ωρ) -ορας (πρβ. μσν. συναυτοκτατορώ `είμαι συναυτοκράτορας΄)]
- συναυτουργία η [sinafturjía] Ο25 : (νομ.) εκτέλεση μιας εγκληματικής πράξης μαζί με άλλον ή με άλλους.
[λόγ. συναυτουργ(ός) -ία]
- συναυτουργός ο [sinafturγós] Ο17 θηλ. συναυτουργός [sinafturγós] Ο34 : (νομ.) αυτός που έχει εκτελέσει μαζί με άλλον ή με άλλους κάποια εγκληματική πράξη.
[λόγ. συν- αυτουργός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- συνάφεια η [sináfia] Ο27 λόγ. γεν. και συναφείας : 1.άμεση σχέση, λογική σύνδεση γεγονότων, καταστάσεων ή φαινομένων: Δεν υπάρχει ~ ανάμεσα στα δύο αδικήματα / στις δύο περιπτώσεις. Προσπαθώ να βρω μια λογική ~ στα επιχειρήματά του, λογική αλληλουχία. || (φυσ.) δυνάμεις συναφείας, που αναπτύσσονται μεταξύ ανόμοιων μορίων της ύλης τα οποία και συγκρατούν· (πρβ. δυνάμεις συνοχής). 2. φιλική ή επαγγελματι κή σχέση.
[λόγ. < ελνστ. συνάφεια `σχέση, ένωση΄ & σημδ. γαλλ. cohésion]
- συναφής -ής -ές [sinafís] Ε10 : που έχει σχέση, που συνδέεται λογικά με κτ. άλλο: Θα συνεξεταστούν τα δύο ζητήματα γιατί είναι συναφή. Tο ερώτημά σου είναι συναφές με το προηγούμενο. Συναφείς επιστήμες, συγγενείς. Επανέλαβε τα γνωστά επιχειρήματά του και άλλα συναφή. || (ως ουσ.) τα συναφή: Πρέπει να έχεις μαζί σου την ταυτότητα, το διαβατήριο και τα συναφή, τα σχετικά. || (νομ.) συναφή αδικήματα, που έχουν κάποιο κοινό στοιχείο και που για το λόγο αυτό εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο.
(λόγ.) συναφώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. συναφής· λόγ. < μσν. συναφώς < συναφ(ής) -ώς]
- συνάχι το [sináxi] Ο44 : φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης, που προκα λεί έκκριση παχύρρευστης βλέννας, η οποία φράζει τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και δυσκολεύει την αναπνοή: Έχω ~. Παθαίνω εύκολα ~. Aλλεργικό ~. || χαρακτηρισμός κάθε ασήμαντης διαταραχής της υγείας: Πολύ γερός άνθρωπος, δεν έχει πάθει ούτε ένα ~. Ένα ~ να πάθει, τρέχει στο γιατρό. ΠAΡ Σαν πεθάνω από ~, φάσκελα να ΄χει η πανούκλα, για να δηλώσουμε ότι δεν έχει σημασία η σοβαρότητα της αιτίας που προκαλεί μια συμφορά, αλλά αυτή η ίδια η συμφορά.
συναχάκι το YΠΟKΟΡ πολύ ελαφρό συνάχι. [μσν. συνάχι < αρχ. συνάγχη με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] ]
- συνάχωμα το [sináxoma] Ο49 : (οικ.) το να συναχωθεί κάποιος: Tο χειμώνα είναι συνηθισμένα τα συναχώματα.
[συναχώ(νω) -μα]



