Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντροφικός
1 εγγραφή
συντροφικός -ή -ό [sindrofikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σύντροφο ή στη συντροφιά, που γίνεται ή που υπάρχει με τη συντροφιά ή με τη βοήθεια των άλλων: Συντροφική συζήτηση / αλληλεγγύη. Συντροφικό τραπέζι, φιλικό. συντροφικά ΕΠIΡΡ μαζί και φιλικά.

[μσν. συντροφικός < σύντροφ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες