Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντελικός -ή -ό [sindelikós] Ε1 : (γραμμ.) συντελικοί χρόνοι, ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας, επειδή φανερώνουν το συντελεσμένο, το αποτελειωμένο· συντελεσμένοι χρόνοι.
[λόγ. < ελνστ. συντελικός]



