Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνταγματικό
3 εγγραφές [1 - 3]
συνταγματικός 1 -ή -ό [sindaγmatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το σύνταγμα μιας χώρας: Συνταγματική αλλαγή. Συνταγματικό δίκαιο, κλάδος του δημόσιου δικαίου. || ~ χάρτης, το σύνταγμα. 2α. που είναι σύμφωνος με το σύνταγμα ή που απορρέει από αυτό: H επίμαχη διάταξη του νόμου κρίθηκε συνταγματική. ANT αντισυνταγματική. Tα συνταγματικά δικαιώματα του πολίτη. || ~ πολίτης, που συμμορφώνεται με τις επιταγές του συντάγματος. β. που ρυθμίζεται ή που περιορίζεται από το σύνταγμα: Συνταγματικό πολίτευμα. Συνταγματική βασιλεία. ~ βασιλιάς. συνταγματικά ΕΠIΡΡ: ~ κατοχυρωμένα δικαιώματα του πολίτη.

[λόγ. συνταγματ- (σύνταγμα) 1 -ικός μτφρδ. γαλλ. constitutionnel]

συνταγματικός 2 -ή -ό : (γλωσσ.) που αναφέρεται στο σύνταγμα 3, στις σχέσεις των στοιχείων που εμφανίζονται στην αλυσίδα του λόγου. ANT παραδειγματικός2: ~ άξονας. Συνταγματικές σχέσεις. || (ως ουσ.) η συνταγματική, η μελέτη των συνταγμάτων.

[λόγ. < γαλλ. syntagmatique < syntagmat- (syntagme) = συνταγματ- (σύνταγμα)32 -ique = -ικός (διαφ. το ελνστ. συνταγματικός `που αναφέρεται σε εγχειρίδιο΄)]

συνταγματικότητα η [sindaγmatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συνταγματικού 1. ANT αντισυνταγματικότητα: Tο Συμβούλιο Επικρατείας θα κρίνει τη ~ του νόμου / ασκεί τον έλεγχο της συνταγματικότητας των πράξεων της διοίκησης.

[λόγ. συνταγματικ(ός)1 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. constitutionnalité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες