Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεπής
1 εγγραφή
συνεπής -ής -ές [sinepís] Ε10 : ANT ασυνεπής. 1. που σκέπτεται και ενεργεί πάντοτε σύμφωνα με τις ιδέες που υποστηρίζει και με τους σκοπούς που θέτει, που μένει επομένως σταθερός στις ιδέες και στους σκοπούς του: ~ δημοκράτης / χριστιανός. || για εκδηλώσεις ενός συνεπούς ατόμου: H συμπεριφορά του είναι ~ προς τα πιστεύω του. Aκολούθησε πάντοτε μια συνεπή φιλειρηνική πολιτική. 2. που εκτελεί με ακρίβεια ό,τι έχει αναλάβει: Είναι ~ στις οικονομικές υποχρεώσεις του, πληρώνει τακτικά. Είναι ~ στην ώρα του / στα ραντεβού του, ακριβής. συνεπώς ΕΠIΡΡ α. (λόγ.) με συνέπεια. β. επομένως, κατά συνέπεια: Tο έργο αφορά όλους και ~ όλοι πρέπει να βοηθήσουν.

[λόγ. συν(έπεια) -επής κατά το σχ.: ευπρέπεια - ευπρεπής μτφρδ. γαλλ. conséquant· λόγ. συνεπ(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες