Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεκτιμώ
1 εγγραφή
συνεκτιμώ [sinektimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : εκτιμώ, λαμβάνω υπόψη μου κτ. σε συνδυασμό με κτ. άλλο: Θα συνεκτιμηθούν όλοι οι παράγοντες, για να αξιολογηθεί η πρότασή του.

[λόγ. < ελνστ. συνεκτιμῶ `έχω τις ίδιες τιμές΄, κατά τη σημ. του εκτιμώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες