Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνειρμικός
1 εγγραφή
συνειρμικός -ή -ό [sinirmikós] Ε1 : (ψυχ.) που έχει σχέση με το συνειρμό, που στηρίζεται σε αυτόν: ~ λόγος. Συνειρμική μνήμη / αλληλουχία / γρα φή / παράσταση / αφήγηση. Συνειρμική απήχηση*. συνειρμικά ΕΠIΡΡ: Σύνολο παραστάσεων ~ οργανωμένο.

[λόγ. συνειρμ(ός) -ικός μτφρδ. γαλλ. associatif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες