Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- συνάνθρωπος ο [sinánθropos] Ο19 : ο άνθρωπος στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, με τα άλλα μέλη της κοινωνίας· ο πλησίον: Πρέπει να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας που υποφέρουν.
[λόγ. συν- άνθρωπος μτφρδ. γερμ. Mitmensch]