Dictionary of Standard Modern Greek
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- συναγωγή 1 η [sinaγojí] Ο29 : 1.(λόγ.) συγκέντρωση, σύναξη. 2. ~ συμπε ράσματος, κατάληξη σε ένα συμπέρασμα· εξαγωγή συμπεράσματος.
[λόγ. < αρχ. συναγωγή]
- συναγωγή 2 η : ναός των Εβραίων.
[λόγ. < ελνστ. συναγωγή, αρχ. σημ. δες συναγωγή 1]