Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνάγω [sináγo] -ομαι Ρ πρτ. συνήγα, αόρ. συνήγαγα, απαρέμφ. συναγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) συνάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνήχθη, συνήχθησαν, απαρέμφ. συναχθεί : 1.(λόγ.) συγκεντρώνω, συνάζω. 2. ~ (ένα συμπέρασμα), καταλήγω σε ένα συμπέρασμα, εξάγω, βγάζω ένα συμπέρασμα: Aπό τα δεδομένα που υπάρχουν συνάγεται / μπορεί κανείς να συναγάγει το εξής συμπέρασμα / το συμπέρασμα ότι
|| (παθ., απρόσ.) συνάγεται ότι
, συμπεραίνεται, προκύπτει.
[λόγ. < αρχ. συνάγω]



