Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συναίρεση η [sinéresi] Ο33 : (γραμμ.) α. η ένωση δύο γειτονικών φωνηέντων μέσα στην ίδια λέξη, π.χ. ακούουν > ακούν. β. στην αρχαία ελληνι κή γραμματική, η συγχώνευση δύο φωνηέντων ή ενός φωνήεντος και μιας διφθόγγου, μέσα στην ίδια λέξη, σε ένα μακρό φωνήεν ή σε μία δίφθογγο.
[λόγ.: β: ελνστ. συναίρε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `τράβηγμα μαζί΄· α: σημδ. γαλλ. contraction]