Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμφορητικός
1 εγγραφή
συμφορητικός -ή -ό [simforitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συμφόρηση1.

[λόγ. συμφόρη(σις)1 -τικός μτφρδ. γαλλ. congestif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες