Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμοριτοπολεμος
1 εγγραφή
συμμοριτοπόλεμος ο [simoritopólemos] Ο20α : (μειωτ.) πόλεμος που διεξάγεται με ανταρτικές δυνάμεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από τους αντιπάλους τους ως συμμορίτες, όρος που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τον εμφύλιο πόλεμο (1946-49) στην Ελλάδα από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων· (πρβ. ανταρτοπόλεμος).

[λόγ. συμμορίτ(ης) -ο- + πόλεμος μτφρδ. αγγλ. guerilla war]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες