Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβιωτικός
1 εγγραφή
συμβιωτικός -ή -ό [simviotikós] Ε1 : (βιολ.) που έχει σχέση με τη συμβίωση, που χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της συμβίωσης: Συμβιωτική σχέση / κοινότητα.

[λόγ. < γαλλ. symbiotique < symbiot(e) = συμβιωτ(ής) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες