Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στροφόμετρο το [strofómetro] Ο42 : (μηχανολ.) όργανο που μετράει την ταχύτητα περιστροφής (της ατράκτου) μιας μηχανής: ~ αυτοκινήτου / μοτοσικλέτας.
[λόγ. στροφ(ή) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. compteur de tours]



