Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρογγυλαίνω
1 εγγραφή
στρογγυλαίνω [strongiléno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : στρογγυλεύω.

[ελνστ. στρογγυλαί νω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες