Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στριφτός -ή -ό [striftós] Ε1 : που τον έχουν στρίψει, στριμμένος: Στριφτό μουστάκι. Στριφτό τσιγάρο, που το φτιάχνει μόνος του ο καπνιστής με καπνό και με τσιγαρόχαρτο. Στριφτή σκάλα, περιστροφική. || (ως ουσ.) το στριφτό, το στριφτό τσιγάρο: Kαπνίζει μόνο στριφτά.
στριφτά ΕΠIΡΡ. [στρίφ(ω) (δες στριφογυρίζω) -τός]



