Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στριφτός
1 εγγραφή
στριφτός -ή -ό [striftós] Ε1 : που τον έχουν στρίψει, στριμμένος: Στριφτό μουστάκι. Στριφτό τσιγάρο, που το φτιάχνει μόνος του ο καπνιστής με καπνό και με τσιγαρόχαρτο. Στριφτή σκάλα, περιστροφική. || (ως ουσ.) το στριφτό, το στριφτό τσιγάρο: Kαπνίζει μόνο στριφτά. στριφτά ΕΠIΡΡ.

[στρίφ(ω) (δες στριφογυρίζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες