Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρεσάρισμα
1 εγγραφή
στρεσάρισμα το [stresárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στρεσάρω: Tο ~ της δουλειάς / των εξετάσεων.

[στρεσάρ(ω) -ισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες