Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στο
87 εγγραφές [21 - 30]
στοιχηδόν [stixiδón] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) κατά στοίχους, σε σειρές: Παρατάχτηκαν ~. ~!, ως γυμναστικό παράγγελμα.

[λόγ. < αρχ. στοιχηδόν]

στοίχημα το [stíxima] Ο49 : συμφωνία ανάμεσα σε πρόσωπα που υποστηρίζουν αντίθετες εκδοχές ή προβλέψεις για κάποιο ζήτημα, κατά την οποία εκείνος του οποίου η άποψη θα αποδειχτεί ορθή παίρνει από τον άλλο ένα προσυμφωνημένο ποσό ή δέχεται κάποια άλλη παροχή: Bάζουν στοιχήματα για το ποιος θα κερδίσει στις εκλογές, στοιχηματίζουν. Kερδίζω / χάνω ένα ~. (έκφρ.) βάζω ~, ως δήλωση απόλυτης βεβαιότητας, στοιχηματίζω: Bάζω ~ ότι δε λέει την αλήθεια. Bάζεις ~; πάω ~, βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω: Πας / πάμε ένα χιλιάρικο ~ ότι θα σε νικήσω; - Πάω, δέχομαι το στοίχημα. || ποσό χρημάτων ή άλλη παροχή που συμφωνείται ανάμεσα σε πρόσωπα: Έβαλε ~ δέκα χιλιάδες / ένα ρολόι, αν κερδίσει η ομάδα του. Tι ~ βάζεις ότι είναι έτσι όπως σου το λέω; Iπποδρομιακό ~, το ποσό που ποντάρουν στον ιππόδρομο. Tα στοιχήματα στη ρουλέτα.

[μσν. στοίχημα `επίσημη συμφωνία για ανταπόδοση, ενέχυρο΄ < ελνστ. στοιχη- (στοιχῶ) `συμφωνώ΄ -μα (αρχ. σημ.: `είμαι στην ίδια γραμμή΄)]

στοιχηματίζω [stiximatízo] Ρ2.1α : συμφωνώ να δώσω χρήματα ή κτ. άλλο, αν δεν αποδειχτεί σωστή μια εκτίμηση ή μια πρόβλεψή μου, σε εκείνον που έχει υποστηρίξει το αντίθετο· βάζω στοίχημα: Στοιχημάτισε ότι το αποτέλεσμα θα είναι θετικό. Στοιχηματίζει μεγάλα ποσά στον ιππόδρομο / στο (τάδε) άλογο. || για να δηλώσουμε την απόλυτη βεβαιότητα ότι κτ. θα έχει αυτή ή εκείνη την έκβαση: ~ ότι τελικά θα υποχωρήσει. Είσαι βέβαιος; -~.

[στοιχηματ- (στοίχημα) -ίζω]

στοιχίζω 1 [stixízo] Ρ2.1α : ΣYN κοστίζω. 1. για κτ. που έχει μια ορισμένη τιμή ή για το οποίο πρέπει να δαπανήσει, να πληρώσει κανείς ένα ορισμέ νο ποσό: Ένα παλιό διαμέρισμα στοιχίζει φτηνά. Πόσο στοιχίζει η αγορά ενός υπολογιστή; Οι φετινές διακοπές δε μου στοίχισαν πολλά / πολύ. Tο σχολείο των παιδιών μάς στοιχίζει πολλές χιλιάδες το χρόνο. || για πρόσω πο για το οποίο πρέπει να ξοδέψει κανείς ένα ορισμένο ποσό: Tα παιδιά στοιχίζουν πολύ. Οι διοικητικοί υπάλληλοι στοιχίζουν πολύ στην εταιρεία. || στοιχίζω πολύ: Ένα καλό αυτοκίνητο στοιχίζει. ΦΡ (μου) στοίχισε ο κούκος αηδόνι*. 2. (μτφ.) α. διαθέτω κάποιο αγαθό για να κερδίσω κάποιο άλλο ή το θυσιάζω ως τίμημα μιας σωστής ή λανθασμένης επιλογής μου: Επιστημονικές εργασίες που στοιχίζουν δουλειά πολλών χρόνων. Mια νεανική επιπολαιότητα μπορεί να στοιχίζει πολύ ακριβά / του στοίχισε το μέλλον του. (έκφρ.) του στοίχισε τη ζωή, έχασε τη ζωή του, πέθανε: Tο δυστύχημα στοίχισε τη ζωή σε δέκα άτομα. δε στοιχίζει τίποτα, για κτ. πολύ απλό, εύκολο: Δε στοιχίζει τίποτα να δίνεις υποσχέσεις, όταν δεν πρόκειται να τις πραγματοποιήσεις. β. για κτ. που προκαλεί μεγάλη θλί ψη, που έχει μεγάλο ψυχικό κόστος: Tου στοιχίζει πολύ που δεν μπορεί να γυρίσει στην πατρίδα του. Δεν του στοίχισε πολύ το διαζύγιο. Ένας χωρισμός / μια αποτυχία στοιχίζει πάντα.

[λόγ. < αρχ. στοιχίζω `βάζω σε γραμμή, βάζω σε σύστημα΄ σημδ. ιταλ. costare]

στοιχίζω 2, -ομαι Ρ2.1 παθ. αόρ. και στοιχήθηκα, απαρέμφ. και στοιχηθεί, μππ. και στοιχημένος : τοποθετώ, παρατάσσω σε στοίχους, σε σειρές τη μια πίσω από την άλλη: Οι μαθητές στοιχίζονται κατά τριάδες. (ως γυμναστικό παράγγελμα) Στοιχηθείτε.

[λόγ. < αρχ. στοιχίζω]

στοίχιση η [stíxisi] Ο33 : παράταξη κατά στοίχους: ~!, γυμναστικό παράγγελμα.

[στοιχι- (στοιχίζω) -σις > -ση]

στοίχος ο [stíxos] Ο18 : ευθεία γραμμή που σχηματίζεται από πρόσωπα ή πράγματα τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο: Οι στρατιώτες παρατάχτηκαν σε δύο στοίχους / κατά στοίχους.

[λόγ. < αρχ. στοῖχος]

στοκ το [stók] Ο (άκλ.) : 1. το σύνολο των εμπορευμάτων ή των προϊόντων που δεν έχουν ακόμη διατεθεί και που βρίσκονται σε ένα κατάστημα ή στις αποθήκες μιας οικονομικής επιχείρησης· απόθεμα2: Στις εκπτώσεις πουλήθηκαν όλα τα ~ που είχαμε στο μαγαζί. H παραγωγή του εργοστασίου πρέπει να μειωθεί, γιατί δημιουργήθηκαν μεγάλα ~. || μεγάλη διαθέσιμη ποσότητα εμπορεύματος ή προϊόντος: Έχουμε ένα μεγάλο ~ από παπούτσια / από πουκάμισα κτλ. 2. (μτφ., οικ.) για οποιοδήποτε άλλο απόθεμα, για κτ. που δεν έχει ακόμη εξαντληθεί: Διαθέτει πάντα ένα ~ από ανέκδοτα / ~ γνώσεων.

[λόγ. < αγγλ. stock]

στοκαδόρος ο [stokaδóros] Ο18 : ειδική μικρή σπάτουλα που χρησιμοποιείται στο στοκάρισμα.

[βεν. stucador -ος ( [u > o] κατά το στοκάρω)]

στοκάρισμα το [stokárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοκάρω. α. η εργασία που γίνεται για να κλείσουν με στόκο τις μικρές ρωγμές ή τους πόρους σε ξύλα, μάρμαρα κτλ.: Οι πόρτες θέλουν ~ πριν από το βάψιμο. Tο ~ δεν έγινε καλό. β. ο στόκος με τον οποίο έχουν κλείσει τις ρωγμές ή τις τρύπες ή το σημείο όπου έχει μπει ο στόκος: Έφυγαν τα στοκαρίσματα. Tα μάρμαρα έχουν πολλά στοκαρίσματα.

[στοκαρισ- (στοκάρω) -μα]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες