Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στο
87 εγγραφές [61 - 70]
στουκάρω [stukáro] Ρ6α : (οικ.) πέφτω με κάποιο όχημα επάνω σε κτ.: Στουκάρισε με τη μηχανή σε μια κολόνα. || τρακάρω: Πότε πρόλαβες κιόλας και το στούκαρες, καινούριο αμάξι;

[ιταλ. stoccar(e) `χτυπώ με μυτερό όπλο΄ με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ]

στούκας το [stúkas] Ο (άκλ.) : 1. τύπος πολεμικού αεροπλάνου κάθετης εφόρμησης, που χρησιμοποιήθηκε στο β' παγκόσμιο πόλεμο. 2. (μτφ., οικ.) α. για μεγάλο και πολύ επιθετικό κουνούπι. β. για βαρύ και συνήθ. κακής ποιότητας τσιγάρο: Πώς τα καπνίζεις αυτά τα ~!

[γερμ. Stukas, πληθ. του Stuka σύντμ. του Stu(rz)ka(mpfflugzeug) `πολεμικό αεροπλάνο εφόρμησης΄]

στουμπίζω [stumbízo] -ομαι Ρ2.3 & στουμπάω [stumbáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.2 : (οικ.) 1. χτυπώ κτ. δυνατά με τον κόπανο, με τη γροθιά ή με άλλο παρόμοιο μέσο, για να το λιώσω ή για να το σπάσω· κοπανίζω: ~ ελιές / κρεμμύδια / σκόρδα. 2. χτυπώ δυνατά κπ., συνήθ. με τη γροθιά μου και του προκαλώ μώλωπες: Όλο του το κορμί είναι στουμπισμένο από τα χτυπήματα. || Έπεσα και στούμπισα το χέρι μου.

[στούμπ(ος) -ίζω· μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. στουμπισ-]

στούμπισμα το [stúmbizma] & στούμπημα το [stúmbima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στουμπίζω. 1. χτύπημα με κόπανο ή με το χέρι και κυρίως με τη γροθιά για να λιώσουμε ή για να σπάσουμε κτ. 2. μωλώπισμα. || μώλωπας: Tο χέρι του είναι γεμάτο στουμπίσματα.

[στουμπισ- (στουμπίζω), στουμπη- (στουμπάω) -μα]

στουμπιστός -ή -ό [stumbistós] Ε1 : που τον έχουν λιώσει ή που τον έχουν σπάσει, τσακίσει με στούμπισμα: Στουμπιστό κρεμμύδι. Στουμπιστές ελιές.

[στουμπισ- (στουμπίζω) -τός]

στούμπος ο [stúmbos] Ο18 : 1. (λαϊκότρ.) ξύλινος συνήθ. κόπανος. 2. (μτφ., ειρ.) για άνθρωπο πολύ κοντό και χοντρό: Είναι ~ / σαν ~.

[σλαβ. stonpa(;)]

στούμπωμα το [stúmboma] Ο49 : (οικ.) 1. βούλωμα, απόφραξη. 2. κορεσμός.

[στουμπώ(νω) -μα]

στουμπώνω [stumbóno] Ρ1α μππ. στουμπωμένος : (οικ.) 1. για κτ. που βου λώνει, που φράζει: Στούμπωσε η καπνοδόχος και δεν τραβάει. Στούμπωσε ο σωλήνας / η αποχέτευση. || κάνω κτ. να βουλώσει, να φράξει. 2. στουπώνωI. 3. (μτφ.) τρώω πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού και έχω έντο νο το αίσθημα του κορεσμού, συνήθ. με φαγητό που δε θεωρείται εκλεκτό: Στούμπωσα, δεν μπορώ να φάω πια ούτε μπουκιά. || κάνω κπ. να στουμπώσει: Mας στούμπωσαν με τις μακαρονάδες.

[στούμπ(ος) -ώνω `παραγεμίζω με τη χρήση στούμπου΄]

στούντιο το [stúdio] Ο (άκλ.) : 1α. χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος και εξοπλισμένος για τη λήψη φωτογραφιών, για το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών εκπομπών ή για την εγγραφή δίσκων: Φωτογραφικό / κινηματογραφικό / τηλεοπτικό ~. ~ δισκογραφικής εταιρείας. β. εργαστήριο καλλιτέχνη· ατελιέ. 2. διαμέρισμα ενός μεγάλου συνήθ. δωματίου ή ανεξάρτητο δωμάτιο που χρησιμοποιείται ως υπνοδωμάτιο και ως γραφείο.

[λόγ. < αγγλ. studio]

στουπέτσι το [stupétsi] Ο44 : μαλακή μάζα λευκής χρωστικής ουσίας από ανθρακικό μόλυβδο, που τη χρησιμοποιούσαν για το βάψιμο άσπρων παπουτσιών. || Σαν ~, για κτ. που έχει το χρώμα και την υφή του στουπετσιού: Aυτό το τυρί είναι (σαν) ~, αποβουτυρωμένο και άνοστο.

[τουρκ. üstübeç με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποηχηροπ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες