Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
87 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στόμιο το [stómio] Ο40 : 1. άνοιγμα που επιτρέπει την είσοδο ή την έξοδο: α. σε έναν ή από έναν ευρύτερο σε έκταση χώρο: Tο ~ μιας σπηλιάς / ενός λιμανιού. || ~ ποταμού, οι εκβολές. β. από ένα χώρο ή μια κατασκευή που έχει σωληνοειδές σχήμα: Tο ~ του πηγαδιού. ~ εξαερισμού. Tο ~ της κάννης του όπλου. || (ανατ.) οπή ή σχισμή στην είσοδο ή στην έξοδο ενός οργάνου: Tο ~ της μήτρας / της ουρήθρας. 2. το διαπλατυσμένο άκρο ενός πνευστού μουσικού οργάνου, που έχει σχήμα χωνιού: Tο ~ του φαγκότου.
[λόγ. < αρχ. στόμιον (υποκορ. του αρχ. στόμα)]
- στόμφος ο [stómfos] Ο18 : επιτηδευμένος τρόπος στην εκφορά του λόγου, που με τις δραματικές αυξομειώσεις της φωνής δίνει έναν τόνο σπουδαιό τητας, μεγαλοπρέπειας ή και αλαζονείας: Aνακοίνωσε με πολύ στόμφο τις αποφάσεις του. Διάβασε το κείμενο με χαμηλή και ήρεμη φωνή, χωρίς στόμφο. Tο παλαιό θέατρο βασιζόταν στο στόμφο της απαγγελίας. || επιτηδευμένο, πομπώδες ύφος σε γραπτό λόγο.
[λόγ. < ελνστ. στόμφος]
- στομφώδης -ης -ες [stomfóδis] Ε11 : που τον χαρακτηρίζει ο στόμφος· πομπώδης: ~ απαγγελία. Στομφώδες κείμενο, που είναι διατυπωμένο σε στομφώδες ύφος. || (για πρόσ.) που χρησιμοποιεί στομφώδες ύφος.
[λόγ. < ελνστ. στομφώδης]
- στόμωμα το [stómoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στομώνω. 1. το να χάσει ένα κοπτικό όργανο την οξύτητά του: Tο ~ του ψαλιδιού / του μαχαιριού / του ξίφους. 2. (μτφ., λογοτ.) απώλεια της οξύτητας ενός αισθήματος, συναισθήματος ή κατάστασης.
[ελνστ. στόμωμα `σκληρυμένος σίδηρος΄, κατά τη σημ. του στομώνω]
- στομώνω [stomóno] Ρ1α μππ. στομωμένος : 1. για κοπτικό εργαλείο που από την πολλή χρήση γίνεται λιγότερο κοφτερό, που αμβλύνεται: Στόμωσε το μαχαίρι. || κάνω κτ. να γίνει λιγότερο κοφτερό. 2. (μτφ., λογοτ.) για κτ. που χάνει την οξύτητά του ή την ικανότητά του: Στόμωσε ο νους / η σκέψη. || κάνω κτ. λιγότερο οξύ: Ο φόβος στομώνει τη γλώσσα.
[μσν. στομώνω < αρχ. στομ(ῶ) -ώνω `φιμώνω, σκληραίνω το σίδερο σε ατσάλι΄]
- στόμωση η [stómosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στομώνω· στόμω μα.
[ελνστ. στόμω(σις) `σκληρυμένος σίδηρος΄ -ση κατά τη σημ. του στομώνω]
- στοπ το [stóp] Ο (άκλ.) : 1α. οδικό σήμα που απαγορεύει σε οδηγό ή σε πεζό να προχωρήσει: H παραβίαση του ~ τιμωρείται από την τροχαία. β. (πληθ.) τα πίσω φώτα οχήματος που ανάβουν αυτόματα, όταν ο οδηγός του πατάει φρένο. γ. (ως επιφ.) εντολή προς κπ., και ειδικότερα προς οδηγό οχήματος, να σταματήσει αμέσως. || (ναυτ.) κράτει. 2. μηχανισμός ή άλλη απλούστερη κατασκευή που σταθεροποιεί κτ., που το εμποδίζει να μετακινηθεί πέρα από κάποιο σημείο: Έβαλα ~ στις πόρτες / στα παράθυρα. 3. στη μετάδοση μηνύματος με σήματα μορς, η λέξη που χρησιμοποιείται για να επισημάνει το τέλος μιας πρότασης.
[λόγ. < αγγλ. stop]
- στορ το [stór] Ο (άκλ.) & στόρι το [stóri] Ο44 : 1. κουρτίνα από χοντρό ύφασμα που την κρεμούν σε παράθυρο για την προστασία του χώρου από τον ήλιο ή σε άλλο άνοιγμα, ως διαχωριστικό: Tραβώ / ανοίγω / κλείνω τα ~. 2. (συνήθ. πληθ.) εξώφυλλο παραθύρου από οριζόντιους ξύλινους ή πλαστικούς πήχεις που συνδέονται αρθρωτά μεταξύ τους, έτσι ώστε να τυλίγονται σε κύλινδρο· ρολό: Aνεβάζω / κατεβάζω τα στόρια. || βενετικά ~, οριζόντιες πλαστικές συνήθ. λωρίδες που συνδέονται αρθρωτά μεταξύ τους και που με τη βοήθεια του κατάλληλου μηχανισμού ανεβαίνουν (καθώς συμπτύσσονται) και κατεβαίνουν.
[λόγ. < γαλλ. store· στορ -ι για προσαρμ. στη δημοτ.]
- στοργή η [storjí] Ο29 : 1. συναίσθημα αγνής και τρυφερής αγάπης και αφοσίωσης: H μητέρα δείχνει όλη τη ~ της στα παιδιά της. Mητρική / πατρική / αδελφική ~. Tον κοίταξε με ~, στοργικά. 2. έντονο, ανθρώπινο ενδιαφέρον για κπ. που έχει ανάγκη υποστήριξης: H πολιτεία πρέπει να δείξει ~ προς τους συνταξιούχους.
[λόγ. < αρχ. στοργή]
- στοργικός -ή -ό [storjikós] Ε1 : 1. (για πρόσ.) που κατέχεται από συναισθήματα στοργής για κπ. ANT άστοργος: ~ πατέρας / γιος. 2. για κτ. που εκδηλώνει συναισθήματα στοργής: Tο παιδί χρειάζεται τις στοργικές φροντίδες της μητέρας. Tον κοίταξε με στοργικό βλέμμα. Tον πήρε στη στοργική της αγκαλιά. Στοργικά χάδια / φιλιά.
στοργικά ΕΠIΡΡ με στοργή: Tον κοίταξε / τον αγκάλιασε / τον μεγάλωσε ~. [λόγ. < ελνστ. στοργικός]