Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοιβάζω
1 εγγραφή
στοιβάζω [stivázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. τοποθετώ πολλά όμοια ή ομοειδή πράγματα το ένα επάνω στο άλλο, συνήθ. πρόχειρα και προσωρινά: Στοίβαξε τα βιβλία επάνω στο γραφείο / τα πιάτα στο νεροχύτη. Tα ξύλα στοιβάχτηκαν στην αποθήκη, τακτοποιήθηκαν σε στοίβες. || συσσωρεύω πράγματα άχρηστα ή περιττά: Aγοράζει και στοιβάζει ρούχα και παπούτσια. Στοιβάζουμε πλούτη σαν να πρόκειται να ζήσουμε αιώνια. 2α. βάζω πολλά αντικείμενα σε πολύ περιορισμένο χώρο είτε συμπιέζοντάς τα για να χωρέσουν είτε τοποθετώντας τα το ένα δίπλα ή και επάνω στο άλλο: Στοίβαξε όλα τα ρούχα σε μια ντουλάπα. Aναγκαστήκαμε να στοιβάξου με τα έπιπλα ολόκληρου του σπιτιού σε ένα μόνο δωμάτιο. β. αναγκάζω κπ. να μπει ή να στεγαστεί σε ένα σχετικά πολύ μικρό χώρο μαζί με πολλούς άλλους: Tους στοιβάζουν σαν ζώα μέσα στα λεωφορεία. Στοίβαξαν τους πρόσφυγες σε παράγκες. || (παθ.) συνωστίζομαι: Σε ένα σπίτι στοιβάζονται τρεις οικογένειες.

[ελνστ. στοιβάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες