Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στοίβαγμα το [stívaγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοιβάζω. 1. τοποθέτηση πραγμάτων σε επάλληλες σειρές, έτσι ώστε να σχηματίσουν στοίβα: Tο ~ των σακιών. || συγκέντρωση, συσσώρευση άχρηστων ή περιττών πραγμάτων. 2α. τοποθέτηση πολλών πραγμάτων σε σχετικά πολύ μικρό χώρο: Tο ~ εκατοντάδων βιβλίων σε μια αποθηκούλα. β. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων που συνωστίζονται σε έναν κλειστό χώρο: Tο ~ των αιχμαλώτων στα τρένα.
[στοιβακ- (στοιβάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]



