Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στηθοσκόπηση
1 εγγραφή
στηθοσκόπηση η [stiθoskópisi] Ο33 : εξέταση των οργάνων της θωρακικής χώρας (του στήθους), με στηθοσκόπιο.

[λόγ. στηθοσκοπη- (στηθοσκοπώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες