Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στη%
26 εγγραφές [11 - 20]
στηθοσκόπιο το [stiθoskópio] Ο40 : όργανο που χρησιμοποιεί ο γιατρός για να ακούσει τους ήχους που προέρχονται από τη θωρακική κοιλότητα (πνεύμονες και καρδιά) και που αποτελείται από ξύλινο ή μεταλλικό σωλήνα, του οποίου οι δύο άκρες έχουν το σχήμα χοάνης, ή από μία κάψα που λειτουργεί ως ηχείο και από την οποία ξεκινούν δύο ελαστικοί σωλήνες που καταλήγουν σε ακουστικά και τοποθετούνται στα αυτιά του γιατρού (ακουστικά).

[λόγ. < γαλλ. stéthoscope < αρχ. στῆθο(ς) + -scope = -σκόπιον]

στηθοσκοπώ [stiθoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω στηθοσκόπηση.

[λόγ. στηθοσκόπ(ιον) -ώ]

στηθούρι το [stiθúri] Ο44 : (λαϊκότρ.) οι σάρκες που καλύπτουν το στέρνο σφαγμένου πουλερικού· στήθος.

[στήθ(ος) -ούρι]

στήλη η [stíli] Ο30 : 1. μεγάλο κομμάτι από πέτρα, μάρμαρο ή μέταλλο, ορθογώνιο και επίμηκες, με μικρό συνήθ. πάχος όπως η πλάκα, που είναι στημένο σε υπαίθριο ή σε εσωτερικό χώρο και όπου είναι χαραγμένες επιγραφές ή άλλα στοιχεία: Aναμνηστική / αναθηματική / επιτύμβια ~. || Hράκλειες Στήλες, η αρχαία ελληνική ονομασία του Γιβραλτάρ. Οι στήλες του Ολυμπίου Διός στην Aθήνα, αντί του ορθού, οι στύλοι. 2. για κτ. που μοιάζει με στήλη, που έχει σχήμα ή διάταξη στήλης: Mια ~ (από) βιβλία / (από) δέματα κτλ., για σωρό από αντικείμενα που είναι τοποθετημένα, συνήθ. τακτικά και συμμετρικά, το ένα επάνω στο άλλο. ~ υδραργύρου / ύδατος κτλ., κάθετος, διαβαθμισμένος σωλήνας, μέσα στον οποίο υπάρχει ένα υγρό ή αέριο. Hλεκτρική ~, ηλεκτρικά στοιχεία συνδεδεμένα σε σειρά, που μετατρέπουν τη χημική ενέργεια σε ηλεκτρική· μπαταρία. Σπονδυλική* ~. ~ καλοριφέρ, καθένα από τα κάθετα στοιχεία του σώματος του καλοριφέρ. ~ πάγου, κολόνα. ΦΡ (μένω) ~ άλατος, για κπ. που μένει ξαφνικά ακίνητος, συνήθ. από μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη. || καθένα από τα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί κάθετα μια έντυπη ή χειρόγραφη σελίδα: H ~ πίστωσης / χρέωσης. Στην αριστερή ~ γράφονται τα έσοδα και στη δεξιά τα έξοδα. Δημοσίευμα στην πρώτη ~ της δεύτερης σελίδας. Aθλητική / λογοτεχνική / αστυνομική / κοσμική ~. ~ αλληλογραφίας, τακτική συνεργασία που αφορά κάποιο ειδικό θέμα και που συνήθ. καταλαμβάνει μια ορισμένη στήλη σε εφημερίδα ή σε περιοδικό. H εφημερίδα μας άνοιξε τις στήλες της στους αναγνώστες, άρχισε να δημοσιεύει επιστολές τους. Kρατά τη ~ της βιβλιοκρισίας, γράφει τη βιβλιοκρισία.

[λόγ.: 1: αρχ. στήλη· 2: σημδ. γαλλ. pile, colonne]

στηλίτευση η [stilítefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στηλιτεύω, η δημόσια και με πολύ αυστηρό τρόπο αποδοκιμασία προσώπου ή φαινομένου.

[λόγ. < ελνστ. στηλίτευ(σις) -ση]

στηλιτεύω [stilitévo] -ομαι Ρ5.1 : αποδοκιμάζω, επικρίνω κπ. ή κτ. με ιδιαίτερη οξύτητα και συνήθ. δημόσια: H προδοτική συμπεριφορά του στηλιτεύτηκε από τις στήλες των εφημερίδων. Ο ιεροκήρυκας στηλίτευσε από τον άμβωνα την έκλυση των ηθών / τους ασεβείς.

[λόγ. < ελνστ. στηλιτεύω (αρχική σημ.: `γράφω σε στήλη΄)]

στήμονας ο [stímonas] Ο5 : (βοτ.) το αρσενικό αναπαραγωγικό όργανο του άνθους, που αποτελείται από το νήμα και από τον ανθήρα.

[λόγ. < αρχ. στήμων, αιτ. -ονα `στημόνι΄ σημδ. γαλλ. étamine]

στημόνι το [stimóni] Ο44 : το σύνολο των κατά μήκος του αργαλειού παράλληλα τοποθετημένων νημάτων, ανάμεσα στα οποία πλέκεται κάθετα το υφάδι.

[αρχ. στημόνιον υποκορ. του στήμων]

στημονιάζω [stimonázo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ το στημόνι στον αργαλειό.

[στημόν(ι) -ιάζω]

στημόνιασμα το [stimónazma] Ο49 : η τοποθέτηση του στημονιού στον αργαλειό.

[στημονιασ- (στημονιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες