Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στηθάγχη η [stiθánxi] Ο30 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με δυνατούς και οξείς πόνους στο προκάρδιο και που οφείλεται στην ελλιπή αιμάτωση του μυοκαρδίου.
[λόγ. στήθ(ος) + -άγχη κατά το αρχ. συνάγχη (δες συνάχι) μτφρδ. νλατ. angina pectoris]
- στηθαγχικός -ή -ό [stiθanxikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με τη στηθάγ χη: Στηθαγχική κρίση. || (ως ουσ.) ο στηθαγχικός, αυτός που υποφέρει από στηθάγχη.
[λόγ. στηθάγχ(η) -ικός]
- στηθαίο το [stiθéo] Ο39 : χαμηλός τοίχος ή άλλη ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή σε εξώστες, γέφυρες ή σε επικίνδυνα σημεία των δρόμων, που προστατεύει ανθρώπους ή οχήματα από ενδεχόμενη πτώση: Tο αυτοκίνη το προσέκρουσε στο ~ του δρόμου και στη συνέχεια έπεσε στον γκρεμό.
[λόγ. < ελνστ. στηθαῖον]
- στηθικός -ή -ό [stiθikós] Ε1 : α. (παρωχ., ιατρ.) που έχει σχέση με τα όργανα της θωρακικής κοιλότητας, κυρίως με τους πνεύμονες· πνευμονικός: Στηθικά νοσήματα, νοσήματα θώρακος. β. (ανατ.) θωρακικός: Tα στηθικά πτερύγια των ψαριών.
[λόγ. < αρχ. στηθικός]
- στηθοδέρνομαι [stiθoδérnome] Ρ αόρ. στηθοδάρθηκα, απαρέμφ. στηθοδαρθεί, μππ. στηθοδαρμένος : (λαϊκότρ.) στηθοκοπιέμαι.
[στήθ(ος) -ο- + δέρνομαι]
- στηθόδεσμος ο [stiθóδezmos] Ο20 : (λόγ.) γυναικείο εσώρουχο που συγκρατεί το στήθος (τους μαστούς)· σουτιέν.
[λόγ. < ελνστ. στηθόδεσμος `επίδεσμος΄]
- στηθοκόπημα το [stiθokópima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) το χτύπημα του στήθους με τα χέρια, ως έκφραση βαθύτατης λύπης και απόγνωσης.
[στηθοκοπη- (στηθοκοπιέμαι) -μα]
- στηθοκοπιέμαι [stiθokopxéme] Ρ10.1β : (οικ.) εκφράζω ένα βαθύτατο συναίσθημα θλίψης και απόγνωσης, χτυπώντας το στήθος με τα χέρια μου.
[στήθ(ος) -ο- + -κοπιέμαι (δες -κοπώ)]
- στήθος το [stíθos] Ο46 οικ. πληθ. και στήθια : 1α. το μπροστινό και επάνω μέρος του σώματος των ανθρώπων, ανάμεσα από το λαιμό και την κοιλιά, το μπροστινό τμήμα του θώρακα: Έχει πλατύ ~, στέρνο. Tην αγκάλιασε και την έσφιξε στο ~ του. Θρηνούσε χτυπώντας το ~ με τα χέρια του. Περιφέρεια στήθους, η διάμετρος του σώματος στο ύψος του στήθους. (έκφρ.) προτάσσω τα στήθη μου, προβάλλω γενναία αντίσταση: Οι στρατιώτες μας προέταξαν τα στήθη τους στον εχθρό. Θα προτάξουμε τα στήθη μας σε κάθε απειλή. ~ με ~, για μάχη εκ του συστάδην· ΣYN έκφρ. σώμα με σώμα. φουσκώνει* το ~ μου από υπερηφάνεια. ΦΡ με διαφορά στήθους, με ελάχιστη διαφορά (σε έναν αγώνα ή ανταγωνισμό): Ήρθε δεύτερος με διαφορά στήθους από τον πρώτο. ~ μάρμαρο*. || (επέκτ.) ο θώρακας και τα όργανα που υπάρχουν μέσα σε αυτόν, κυρίως οι πνεύμονες: Ο γιατρός άκουσε το ~ του ασθενή, έκανε στηθοσκόπηση. ΦΡ από στήθους, απ΄ έξω, από μνήμης. β. το εμπρόσθιο μέρος του σώμα τος των σπονδυλωτών ζώων, από το λαιμό έως την κοιλιά. || (για σφάγιο) οι σάρκες που καλύπτουν το στέρνο: ~ από μοσχάρι / από κοτόπουλο. γ. οι μαστοί της γυναίκας: Έχει ωραίο / μεγάλο / μικρό ~. Δεν έχει ~, έχει πολύ μικρό στήθος. H μητέρα δίνει το ~ (της) στο μωρό, για να θηλάσει. || ο καθένας από τους μαστούς: Tο δεξί / το αριστερό ~. 2. το τμήμα του ρούχου που καλύπτει το στήθος: Tο ~ του ήταν γεμάτο παράσημα. Είχε ένα λουλούδι στο ~. Tο φόρεμά μου έχει ένα λεκέ στο ~.
[αρχ. στῆθος]
- στηθοσκόπηση η [stiθoskópisi] Ο33 : εξέταση των οργάνων της θωρακικής χώρας (του στήθους), με στηθοσκόπιο.
[λόγ. στηθοσκοπη- (στηθοσκοπώ) -σις > -ση]



