Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεφανωτός
1 εγγραφή
στεφανωτός -ή -ό [stefanotós] Ε1 : (λαϊκότρ., λογοτ., για πρόσ.) στεφανωμένος και ιδίως παντρεμένος με θρησκευτικό γάμο.

[στεφανώ(νω)2 -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες