Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στερεωτικός -ή -ό [stereotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στερέωση κτισμάτων, κατασκευών κτλ.: Στερεωτικές εργασίες. Στερεωτικά υλικά. || (ως ουσ.) το στερεωτικό, υλικό που βοηθά στη στερέωση.
[λόγ. < ελνστ. στερεωτικός]



