Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στερεοχημεία η [stereoximía] Ο25 : κλάδος της χημείας που μελετά τη διάταξη των ατόμων στο μόριο ιδίως σε περιπτώσεις στερεοϊσομέρειας.
[λόγ. < γαλλ. stéréochimie < stéréo- = στερεο- + chimie = χημεία]



