Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεατώδης
1 εγγραφή
στεατώδης -ης -ες [steatóδis] Ε11 : (λόγ.) λιπώδης.

[λόγ. < αρχ. στεατώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες