Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταφυλίτης
1 εγγραφή
σταφυλίτης ο [stafilítis] Ο10 : η σταφυλή.

[λόγ. σταφυλ(ή) -ίτης μτφρδ. γαλλ. staphylin `που αναφέρεται στη σταφυλή΄ (διαφ. το ελνστ. σταφυλίτης `ο προστάτης των σταφυλιών, δηλ. ο Διόνυσος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες