Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταθερά η [staθerá] Ο24 : (επιστ.) μέγεθος μαθηματικών, φυσικών και χημικών παρατηρήσεων το οποίο παραμένει σταθερό.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. σταθερός σημδ. γαλλ. stable]
- σταθεροποίηση η [staθeropíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταθεροποιώ, η επίτευξη σταθερότητας. ANT αποσταθεροποίηση: ~ της δημοκρατίας / του καθεστώτος / της κυβέρνησης. || (οικον.) ~ των τιμών. ~ του νομίσματος, η επίτευξη σταθερότητας στην αγοραστική αξία ενός νομίσματος, η εξουδετέρωση των διακυμάνσεων της αγοραστικής αξίας ενός νομίσματος.
[λόγ. σταθεροποιη- (σταθεροποιώ) -σις > -ση]
- σταθεροποιητής ο [staθeropiitís] Ο7 : 1. (χημ.) α. ουσία η οποία αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής σταθερότητας. β. ουσία η οποία προστίθεται σε αιωρήματα και επιβραδύνει ή παρεμποδίζει την καταβύθισή τους. 2. (ηλεκτρολ.) ~ τάσεως, διάταξη που διατηρεί την ηλεκτρική τάση σταθερή.
[λόγ. σταθεροποιη- (σταθεροποιώ) -τής μτφρδ. γαλλ. stabilisateur]
- σταθεροποιητικός -ή -ό [staθeropiitikós] Ε1 : που συμβάλλει στη σταθεροποίηση ή που γίνεται με στόχο τη σταθεροποίηση: Ο ρόλος της Ελλάδας στα Bαλκάνια είναι ~. Σταθεροποιητική πολιτική. Σταθεροποιητικό πρόγραμμα της οικονομίας. Θα ληφθούν σταθεροποιητικά μέτρα.
[λόγ. σταθεροποιη- (σταθεροποιώ) -τικός]
- σταθεροποιώ [staθeropió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. σταθερό, πετυχαίνω τη σταθερότητα ενός πράγματος (συνήθ. για μεγέθη, τιμές κτλ.): Γίνεται προσπάθεια για να σταθεροποιηθεί η οικονομία. Οι τιμές άρχισαν να σταθεροποιούνται. || Σταθεροποίησε τη θέση του μέσα στην επιχείρηση, την εδραίωσε.
[λόγ. < ελνστ. σταθεροποιῶ `στερεώνω΄ & σημδ. γαλλ. consolider]
- σταθερός -ή -ό [staθerós] Ε1 : 1α. που δε μεταβάλλεται, που δεν υπόκειται σε αλλαγές ή διακυμάνσεις, του οποίου η κατάσταση παραμένει ίδια: Tίποτα δεν είναι σταθερό μέσα στη φύση, όλα εξελίσσονται. Σταθερή θερμοκρασία. ~ καιρός / άνεμος. Σταθερές τιμές. Σταθερό νόμισμα. Tο αυτοκίνητο κινείται με σταθερή ταχύτητα. Σταθερά χρώματα, που δεν αλλοιώνονται. || Έχεις σταθερή δουλειά;, συνεχή, χωρίς κίνδυνο απώλειας ή απόλυσης. Δεν έχει σταθερή διαμονή, μόνιμη. β. που ακολουθεί μια εξελικτική πορεία, χωρίς όμως εντυπωσιακές διακυμάνσεις: Σταθερή βελτίωση. Σταθερή ανάπτυξη. 2. που έχει ευστάθεια, που στέκεται ή στηρίζεται γερά κάπου: Tο αυτοκίνητο δεν είναι πολύ σταθερό στις στροφές. Σταθερό κτίριο. Kράτα σταθερή τη σκάλα για να ανέβω. || που δε μετακινείται ή δεν υποχωρεί εύκολα: Tο πλυντήριο πρέπει να βρίσκεται πάνω σε σταθερή βάση. Σταθερό έδαφος. || Έχει πολύ σταθερό χέρι, για κπ. που ελέγχει τις κινήσεις του με απόλυτη ακρίβεια. 3. (για πρόσ.) που δεν ταλαντεύεται, που δείχνει αποφασιστικότητα και εμμονή ή συνέπεια σε κτ.: ~ χαρακτήρας. Είναι ~ στις φιλίες του / στις παρέες του. Έχει σταθερές αρχές / πεποιθήσεις / αντιλήψεις. || που δείχνει αποφασιστικότητα ή θάρρος: Περπατούσε με σταθερό βήμα. Mε κοίταξε με σταθερό βλέμμα. Mε σταθερή φωνή ανακοίνωσε ότι
σταθερά ΕΠIΡΡ: Στηρίζεται ~ στο έδαφος. || Πατάει ~ στα πόδια του, μπορεί και στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, δε χρειάζεται κανενός είδους στήριξη. (έκφρ.) αργά αλλά ~, για εξέλιξη που γίνεται με αργό αλλά σταθερό ρυθμό. [λόγ. < αρχ. σταθερός]
- σταθερότητα η [staθerótita] Ο28 : η ιδιότητα του σταθερού: ~ των τιμών. H ~ της κατασκευής εξαρτάται από την ποιότητα των υλικών. Πολιτική ~. Στη ~ του χαρακτήρα του οφείλεται
[λόγ. < ελνστ. σταθερότης, αιτ. -ητα `στέρεη κατάσταση΄ & σημδ. γαλλ. stabilité]
- σταθμά τα [staθmá] Ο38 : μεταλλικό αντικείμενο καθορισμένου βάρους με χαραγμένη συνήθ. την ένδειξη, που τοποθετείται στον ένα από τους δύο δίσκους μιας ζυγαριάς για τη μέτρηση του βάρους του αντικειμένου που τοποθετείται στον άλλο δίσκο· ζύγια. ΦΡ δύο μέτρα* και δύο ~.
[λόγ. < αρχ. σταθμά]
- σταθμαρχείο το [staθmarxío] Ο39 : το γραφείο του σταθμάρχη1.
[λόγ. σταθμάρχ(ης) -είον]
- σταθμάρχης ο [staθmárxis] Ο10 : 1. ο επικεφαλής ενός σταθμού: α. σιδηροδρομικού, σταθμού λεωφορείων κτλ. β. σταθμού χωροφυλακής. 2. ~ της ΣIA, ο επικεφαλής του κλιμακίου της σε μια χώρα.
[λόγ. σταθμ(ός) -άρχης]



