Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταβλάρχης ο [stavlárxis] Ο10 : το αξίωμα του προϊσταμένου των βασιλικών στάβλων και ο αντίστοιχος τίτλος.
[λόγ. στάβλ(ος) + -άρχης μτφρδ. γερμ. Stallmeister]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. στάβλ(ος) + -άρχης μτφρδ. γερμ. Stallmeister]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |