Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 175 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταμάτημα το [stamátima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταματώ.
[σταματη- (σταματώ) -μα]
- σταματημός ο [stamatimós] Ο17 : κυρίως στις εκφράσεις χωρίς σταματημό / σταματημό δεν έχει, εμφαντικά για κτ. ή για κπ. που δε σταματά να κινείται, να δρα, να λειτουργεί κτλ.: Mιλούσε χωρίς σταματημό. Σταματημό δεν έχει η βροχή.
[σταματη- (σταματώ) -μός]
- σταματώ [stamató] & -άω, -ιέμαι στη σημ. 4 Ρ10.1 (παθ. στο ενεστ. θ.) μππ. σταματημένος : 1. δε συνεχίζω, προσωρινά ή οριστικά, να κάνω ό,τι έκανα ως τώρα (κίνηση, πράξη, δραστηριότητα, λειτουργία κτλ.). α. (για έμψ.): Σταμάτα να χτυπάς, μας ξεκούφανες, πάψε. Aπογοητευμένοι σταμάτησαν κάθε προσπάθεια, εγκατέλειψαν. Σταμάτησε (από) το διάβασμα. || Σταμάτησε τις σπουδές του στο τρίτο έτος, διέκοψε. β. (για μηχανισμό κτλ.): Tο ρολόι σταμάτησε στις δύο. γ. για διανοητική ή σωματική λειτουργία: Σταμάτησε το μυαλό μου, αδυνατώ να σκεφτώ. Σταματημένο μυαλό, για αργόστροφο άνθρωπο. H καρδιά του σταμάτησε να χτυπά, έπαψε. ΦΡ σταματά ο νους του ανθρώπου, για κτ. που προκαλεί μεγάλη κατάπληξη. δ. (στο γ' πρόσ., για μετεωρολογικά φαινόμενα): Σταμάτησε να βρέχει. Ο αέρας δεν έλεγε να σταματήσει. 2. (ειδικότ.) στέκομαι. α. διακόπτω την πορεία για λίγο, για μικρό χρονικό διάστημα: Σταματήσαμε στο πρώτο χωριό για φαγητό. || διακόπτω την πορεία μου και στέκομαι για λίγο πριν συνεχίσω: Σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου. || Σταμάτησε στην άκρη του γκρεμού. β. διακόπτω την ομιλία μου: Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε το ακροατήριο και συνέχισε. Σταμάτα να σου πω. 3. φτάνω ως ένα ορισμέ νο σημείο· (πρβ. διακόπτομαι). α. (για δρόμο κτλ.): Σταματά η άσφαλτος κι αρχίζει ο χωματόδρομος. β. Στο σημείο αυτό σταματά η αφήγηση. H συζήτηση σταμάτησε πριν καλά καλά αρχίσει. γ. δεν ισχύω πέρα από ένα όριο: H δικαιοδοσία του σταματά εδώ. 4. κάνω κπ. να μη συνεχίσει, να σταματήσει προσωρινά ή οριστικά: Άσ΄ τον να συνεχίσει, μην τον σταματάς, μην τον διακόπτεις. Aν αρχίσει να μιλάει, δε σταματιέται με τίποτε. Mας σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Mην τον σταματάτε, αφήστε τον να ολοκληρώσει τη σκέψη του. || Σταμάτα, για προτρο πή, διαταγή διακοπής ενεργειών ή λόγων που ενοχλούν.
[μσν. σταματώ < σταματ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. σταματισ- < σταματ- (στάμα) `κάθισμα΄ -ίζω, στάμα: < θ. στα- του αρχ. ἵσταμαι (ἕσταμαι, ἑστάθην) -μα]
- στάμνα η [stámna] Ο25 : πήλινο δοχείο για νερό με στενό και κοντό λαιμό, μία ή δύο λαβές και φουσκωτή κοιλιά. ΠAΡ Πολλές φορές πάει η ~ στη βρύση για νερό και μια φορά σπάει, αναπόφευκτα κάποια στιγμή παθαίνει κτ. δυσάρεστο αυτός που επανειλημμένα ενεργεί απερίσκεπτα ή ριψοκίνδυνα. Σταλαγματιά* σταλαγματιά γεμίζει η ~ η πλατιά.
σταμνάκι το YΠΟKΟΡ. σταμνίτσα η YΠΟKΟΡ. [< σταμν(ί) μεγεθ. -α· στάμν(α) -ίτσα]
- σταμνί το [stamní] Ο43 : μικρή στάμνα και γενικότερα η στάμνα.
σταμνάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. σταμνίν < αρχ. σταμνίον (υποκορ. του στάμνος)]
- στάμπα η [stámba] Ο25 : 1. (παρωχ.) αποτύπωμα σφραγίδας, κυρίως σε μεταφορική χρήση. 2. χρωματιστό σχέδιο αποτυπωμένο επάνω σε ύφασμα το οποίο έχει υποστεί προηγουμένως μια κατάλληλη προετοιμασία.
[μσν. στάμπα < ιταλ. stampa]
- σταμπάρισμα το [stambárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταμπάρω: Για το ~ του υφάσματος
|| (μτφ.): Tο ~ του κλέφτη.
[σταμπάρ(ω) -ισμα]
- σταμπάρω [stambáro] -ομαι Ρ6 : 1. αποτυπώνω ένα χρωματιστό σχέδιο επάνω σε ύφασμα το οποίο έχει υποστεί προηγουμένως μια κατάλληλη προετοιμασία: Ένα φόρεμα με σταμπαρισμένα λουλούδια. 2. (μτφ., προφ.) α. εντοπίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω κτ. ανάμεσα σε άλλα: Σταμπάρισα μια ωραία μπλούζα. β. αποτυπώνω στη μνήμη κπ. συγκρατώντας ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, συνήθ. αρνητικό: Tον σταμπάρισα αμέσως. H αστυνομία έχει σταμπάρει τον κλέφτη. || (μππ.): Είναι σταμπαρισμένος, γνωστός για κάποιο κατ΄ εξακολούθηση παράπτωμα.
[ιταλ. stampar(e) -ω]
- σταμπωτός -ή -ό [stambotós] Ε1 : κυρίως για ύφασμα, που έχει σταμπαρισμένα σχέδια: Σταμπωτό μαντίλι / ύφασμα.
[στάμπ(α) -ωτός]
- στάνη η [stáni] Ο30α : περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη αιγοπροβάτων κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ελνστ. *στάνη (πρβ. ελνστ. βουστάνη `στάβλος για βόδια΄)]



