Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 175 εγγραφές [171 - 175] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στάχυς ο [stáxis] Ο γεν. στάχυος : (λόγ., βοτ.) 1. είδος ταξιανθίας της οποίας όλα τα άνθη βρίσκονται γύρω από έναν άξονα: Aπλός / σύνθετος ~. 2. γένος φυτών.
[λόγ. < αρχ. στάχυς `στάχυ΄ σημδ. γαλλ. épi]
- στάχωμα το [stáxoma] Ο49 : (παρωχ.) βιβλιοδεσία.
[λόγ. < μσν. στάχωμα < σταχω- (δες σταχώνω) -μα]
- σταχώνω [staxóno] -ομαι Ρ1 : (παρωχ.) βιβλιοδετώ.
[λόγ. < μσν. σταχώνω `δένω στάχυα, δένω΄ < στάχ(υ) -ώνω]
- στάχωση η [stáxosi] Ο33 : (παρωχ.) βιβλιοδεσία: Ένας πολυτελέστατος κώδικας, με μικρογραφίες και θαυμάσια ~.
[λόγ. < μσν. στάχωσις < σταχω- (δες σταχώνω) -σις > -ση]
- σταχωτής ο [staxotís] Ο7 : (παρωχ.) βιβλιοδέτης.
[λόγ. σταχω- (δες σταχώ νω) -τής]



