Dictionary of Standard Modern Greek
| 175 items total [161 - 170] | << First < Previous Next > Last >> |
- σταχτοδοχείο το [staxtoδoxío] Ο39 : μικρό, συνήθ. επιτραπέζιο, σκεύος στο οποίο ρίχνουν τη στάχτη των τσιγάρων και τα αποτσίγαρα· (πρβ. τασάκι).
[λόγ. στακτοδοχείον < μσν. στάκτ(η δες στο στάχτη) -ο- + δοχείον με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το στάχτη]
- σταχτοκουλούρα η [staxtokulúra] Ο25 : κουλούρα1α που την έχουν ψήσει στη στάχτη, στη χόβολη.
[σταχτο- 1 + κουλούρα]
- σταχτόνερο το [staxtónero] Ο41 : η αλισίβα.
[σταχτο- 1 + νερ(ό) -ο]
- Σταχτοπούτα η [staxtopúta] Ο25α : φτωχή και όμορφη κοπέλα που ελπίζει και επιδιώκει να παντρευτεί με πλούσιο άντρα, όπως η ηρωίδα στο λαϊκό παραμύθι. || (ειρ.) για γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί ακόμη: Περιμένει σαν τη ~ το βασιλόπουλο του παραμυθιού.
[λόγ. σταχτο- 1 + γερμ. Ρutt(el) -α, μτφρδ. γερμ. Aschen puttel]
- σταχτώνω [staxtóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) 1. σκεπάζω ή λερώνω κτ. με στάχτη. 2. κάνω κτ. σταχτί, γκρίζο.
[μσν. στακτώνω < στάκτ(η δες στο στάχτη) -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- στάχυ το [stáxi] Ο44 : 1. το επάνω τμήμα του βλαστού ορισμένων δημητριακών, το οποίο αποτελείται από τα σπέρματα που βρίσκονται επάνω σε έναν άξονα: ~ σιταριού / κριθαριού / σίκαλης. Tο άγανο του σταχυού. Mεστωμένα στάχυα. || το στάχυ και ο βλαστός μαζί: Kρύφτηκαν μέσα στα στάχυα. Mάζευαν στα χωράφια τα στάχυα που άφηναν οι θεριστές. 2. η ταξιανθία στάχυς.
[ελνστ. ή μσν. *στάχυον υποκορ. του αρχ. στάχυς, ὁ]
- σταχυολόγημα το [staxiolójima] Ο49 : το αποτέλεσμα του σταχυολογώ.
[λόγ. σταχυολογη- (σταχυολογώ) -μα]
- σταχυολόγηση η [staxiolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταχυολογώ: ~ λέξεων / φράσεων / χωρίων / στίχων / αποσπασμάτων.
[λόγ. σταχυολογη- (σταχυολογώ) -σις > -ση]
- σταχυολόγος ο [staxiolóγos] Ο18 θηλ. σταχυολόγος [staxiolóγos] Ο35 : αυτός που σταχυολογεί φράσεις, χωρία κτλ.
[λόγ. σταχυο(λογώ) -λόγος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- σταχυολογώ [staxioloγó] -ούμαι Ρ10.9 : επιλέγω μια φράση, ένα χωρίο κτλ. συνήθ. με ορισμένο περιεχόμενο, από το κείμενο, στο οποίο αυτά βρίσκονται, και τα συγκεντρώνω μαζί με άλλα: Στο καινούριο αυτό βιβλίο παρατίθενται στίχοι, τους οποίους ο συγγραφέας έχει σταχυολογήσει από τα ομηρικά έπη.
[λόγ. < ελνστ. σταχυολογῶ `ξεδιαλέγω στάχυα΄ σημδ. γαλλ. glaner]



