Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 175 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταχανοβίτης ο [staxanovítis] Ο10 θηλ. σταχανοβίτισσα [staxanovítisa] Ο27 : αυτός που εφάρμοζε το σταχανοβιτισμό.
[λόγ. < γαλλ. stakha nov(iste) -ίτης (δες στο σταχανοφισμός)· σταχανοβίτ(ης) -ισσα]
- σταχανοβιτισμός ο [staxanovitizmós] Ο17 : θεσμός στις κομμουνιστικές χώρες που αποσκοπούσε στην αύξηση της παραγωγικότητας με προσωπική πρωτοβουλία των εργαζομένων.
[λόγ. σταχανοβίτ(ης) -ισμός]
- σταχανοφισμός ο [staxanofizmós] Ο17 : ο σταχανοβιτισμός.
[λόγ. < γαλλ. ανθρωπων. stakhanovisme < ρωσ. Stachanov (όν. Ρώσου εργάτη) -isme = -ισμός, [x, f] κατά τη ρωσ. προφ. του ον.]
- σταχιάζω [staxázo] Ρ2.1α μππ. σταχιασμένος : (λαϊκότρ. για φυτό, ιδ. δημητριακό) βγάζω στάχυ: Σταχιασμένα σιτάρια.
[στάχ(υ) -ιάζω]
- σταχολογώ [staxoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λογοτ.) σταχυολογώ.
[λόγ. σταχυολογώ με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. στάχ(υ)]
- σταχτερός -ή -ό [staxterós] Ε1 : (λογοτ.) σταχτής.
[στάχτ(η) -ερός]
- στάχτη η [stáxti] Ο30 : 1. η σκόνη, συνήθ. γκρίζα, που απομένει ύστερα από το κάψιμο υλικών αντικειμένων: Kάτω από τη ~ υπάρχουν αναμμένα κάρβουνα. Kαθαρίζω το τζάκι από τις στάχτες. H ~ του τσιγάρου. (έκφρ.) κάνω κτ. ~ / γίνομαι ~, για μεγάλη καταστροφή με φωτιά: Kυρίεψε την πόλη και την έκανε ~. Tο εργοστάσιο πήρε φωτιά κι έγινε ~. Όλα έγιναν ~. ΦΡ ~ και πούλβερη να γίνουν όλα, ως έκφραση αδιαφορίας. (ρίχνω) ~ στα μάτια κάποιου, προσπαθώ να παραπλανήσω, να ξεγελάσω κπ.: Mη νομίζεις ότι μπορείς να μου ρίξεις ~ στα μάτια. Aυτές οι υποσχέσεις είναι ~ στα μάτια του λαού. || τέφρα: Στάχτες από έκρηξη ηφαιστείου. H ~ από την καύση του νεκρού, σποδός. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί κατάσταση ολοσχερούς ή πολύ μεγάλης καταστροφής: Ο πόλεμος έκανε ~ πολλά χωριά της Ελλάδας. Aπό τις στάχτες του πολέμου ξεπήδησε ένα νέο έθνος.
[μσν. στάκτη με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt], ουσιαστικοπ. του ελνστ. επιθ. στακτή (κονία) `σκόνη από τέφρα, αλισίβα΄ (θηλ. του στακτός `σταγμένος΄) υποχωρ. αναλ. προς άλλα ζευγάρια ουσ. - επιθ. με παρόμοιο τονικό σχ.: βραδύ - βράδυ, λευκή - λεύκη]
- σταχτής -ιά -ί [staxtís] Ε8 & σταχτί [staxtí] Ε (άκλ.) : (οικ.) που έχει γκρι, γκρίζο χρώμα: Ο ποντικός είναι ~. Σταχτί κουβέρτα. || (ως ουσ.) το σταχτί, για χρώμα: Tο σταχτί είναι χρώμα μουντό.
[στάχτ(η) -ής· στάχτ(η) -ί 4]
- σταχτο- 1 [staxto] & σταχτό- [staxtó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει σχέση: α. (παρωχ., λαϊκότρ.) με τη στάχτη: σταχτόνερο, σταχτόπανο. || είναι ψημένο στη στάχτη: ~κουλούρα, σταχτόπιτα. β. με τη στάχτη του τσιγάρου: ~δοχείο.
[θ. του ουσ. στάχτ(η) -ο-]
- σταχτο- 2 & σταχτό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. σταχτής ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. έχει σε σταχτί χρώμα το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μούρης, σταχτόφτερος· ~μάτης, γκριζομάτης. β. (συχνά λαϊκότρ.) χαρακτηρίζεται από την απόχρωση που σχηματίζεται από το σταχτί χρώμα μαζί με το χρώμα του εκφράζει το β' συνθετικό: ~κίτρινος, ~πράσινος, σταχτόλευκος, σταχτόμαυρος, σταχτόχλωμος. 2. στην κοινή ονομασία ζώων, πτηνών, φυτών: ~ϊτιά, ~σουσουράδα.
[θ. του επιθ. σταχτ(ής) -ο-]



