Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 175 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταφιδεμπόριο το [stafiδembório] Ο40 : εμπόριο σταφίδας.
[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) + -εμπόριον]
- σταφιδέμπορος ο [stafiδémboros] Ο20α & σταφιδέμπορας [stafiδémbo ras] Ο5 : έμπορος σταφίδας.
[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) + -έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- σταφιδιάζω [stafiδjázo] Ρ2.1α μππ. σταφιδιασμένος : 1. (ιδ. για καρπό) χάνω τους χυμούς, ξηραίνομαι και αποκτώ ζάρες όπως η σταφίδα: Σταφίδιασαν τα σταφύλια / τα σύκα. 2. (μτφ., για πρόσ.) α. ζαρώνει το δέρμα μου: Mια σταφιδιασμένη γριά. β. χάνω τη ζωτικότητά μου: Σταφιδιασμέ νη ψυχή.
[σταφίδ(α) -ιάζω]
- σταφίδιασμα το [stafíδjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του σταφιδιάζω.
[σταφιδιασ- (σταφιδιάζω) -μα]
- σταφιδικός -ή -ό [stafiδikós] Ε1 : που έχει σχέση με την παραγωγή και το εμπόριο της σταφίδας: Σταφιδικό ζήτημα. Mε τη σταφιδική κρίση της δεκαετίας του 1890 χιλιάδες Έλληνες αγρότες μετανάστευσαν στις HΠA. Aυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (AΣΟ). Σταφιδική νομοθεσία.
[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) -ικός]
- σταφιδίνη η [stafiδíni] Ο30 : συμπυκνωμένο εκχύλισμα σταφίδας.
[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) -ίνη]
- σταφιδίτης ο [stafiδítis] Ο10 : είδος κρασιού που παράγεται από σταφίδα.
[λόγ. < ελνστ. σταφιδίτης (αρχ. σταφίδιος)]
- σταφιδοπαραγωγή η [stafiδoparaγojí] Ο29 : η παραγωγή σταφίδας: Mείωση της σταφιδοπαραγωγής.
[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) -ο- + παραγωγή]
- σταφιδοπαραγωγικός -ή -ό [stafiδoparaγojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την παραγωγή σταφίδας, που παράγει σταφίδα: ~ συνεταιρισμός. Σταφιδοπαραγωγικές περιοχές / χώρες.
[λόγ. σταφιδοπαραγωγ(ός) -ικός]
- σταφιδοπαραγωγός -ός / -ή -ό [stafiδoparaγογós] Ε16 : που παράγει σταφίδα: ~ χώρα. || (ως ουσ.) ο σταφιδοπαραγωγός, καλλιεργητής και παραγωγός σταφίδας: Οι σταφιδοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για τις χαμηλές τιμές του προϊόντος τους.
[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) -ο- + παραγωγός]



