Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 175 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταυροφορία η [stavroforía] Ο25 : 1. ονομασία καθεμιάς από ορισμένες εκστρατείες, τις οποίες έκαναν κατά το Mεσαίωνα οι χριστιανοί της Δύσης εναντίον αλλοθρήσκων, κυρίως για την απελευθέρωση των Aγίων Tόπων: Aίτια / αποτελέσματα των σταυροφοριών. H πρώτη / δεύτερη
/ όγδοη ~. H τέταρτη ~ κατέληξε στην κατάληψη της Kωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους. 2. (μτφ.) ομαδική και επίπονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ορισμένου υψηλού κοινωνικού στόχου· (πρβ. εκστρατεία): Εθνική ~ για την προστασία του περιβάλλοντος / κατά των ναρκωτικών.
[λόγ. σταυροφόρ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. croisade]
- σταυροφόρος ο [stavrofóros] Ο18 : 1. πολεμιστής που συμμετείχε σε σταυροφορία: Στρατός / ηγέτης των σταυροφόρων. Kατάληψη της Iερουσαλήμ / της Kύπρου από τους σταυροφόρους. 2. (μτφ.) τιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου που αγωνίζεται για έναν υψηλό κοινωνικό στόχο: ~ μιας νέας ζωής / της ειρήνης.
[λόγ. < ελνστ. σταυροφόρος `που φέρει σταυρό΄ σημδ. γαλλ. croisé]
- σταύρωμα το [stávroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταυρώνω. 1α. η σταύρωση (στις σημ. 1α, β). β. (μτφ., προφ.) έντονη ταλαιπωρία: H ζωή είναι ένα ~. 2. σχηματισμός ενός σταυρού σε κπ. ή σε κτ.: Tο ~ του ψωμιού / του υποψηφίου. 3. τοποθέτηση δύο αντικειμένων σε σχήμα σταυρού ή σε σχήμα X: ~ των χεριών / των ποδιών.
[σταυρώ(νω) -μα (διαφ. το αρχ. σταύρωμα `φράχτης΄)]
- σταυρώνω [stavróno] -ομαι Ρ1 : 1α. βάζω κπ. (δένοντας ή καρφώνοντάς τον) επάνω σε σταυρό για να τον εκτελέσω: Σταύρωσαν το Xριστό. Mαζί με τον Iησού σταυρώθηκαν και δύο ληστές. β. (μτφ.) ταλαιπωρώ έντονα κπ. και τον κάνω να υποφέρει πολύ: Mε σταυρώνει κάθε μέρα με την γκρίνια του. ΠAΡ Xίλιες φορές να γεννηθείς, χίλιες θα σε σταυρώσουν. 2. κάνω το σχήμα του σταυρού σε κπ. ή σε κτ.: α. ως ενέργεια θρησκευτικού χαρακτήρα: Mυρώνει και σταυρώνει το παιδί. Σταύρωσε το προσκέφαλο του αρρώστου. || (σπάν.) παρακαλώ επίμονα κπ.: Tον σταύρωσα για να μου δανείσει εκατό χιλιάδες. β. βάζω ένα σταυρό ως διακριτικό στοιχείο: Nα σταυρώσεις τα ονόματα των μαθητών που απουσιάζουν. || για σταυρό προτίμησης σε εκλογική αναμέτρηση: ~ έναν υποψήφιο. Mπορείς να σταυρώσεις το πολύ τρία ονόματα από το ίδιο ψηφοδέλτιο. 3. τοποθετώ κτ., συνήθ. δύο επιμήκη αντικείμενα, έτσι ώστε να σχηματίζεται κτ. σαν σταυρός ή X: ~ το μαχαίρι με το πιρούνι. α. για τα χέρια ή τα πόδια των ανθρώπων, βάζω το ένα επάνω στο άλλο σαν να τα μαζεύω, έτσι ώστε να σχηματίζεται κάτι σαν σταυρός ή X: ~ τα χέρια / τα πόδια μου. Στεκόταν όρθιος με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. ΦΡ ~ τα χέρια* (μου). κάθομαι* με σταυρωμένα χέρια. β. διασταυρώνω: Σταυρώνουν τις ματιές / τα βλέμματά τους. || (για λόγια) ανταλλάσσω: Σ΄ όλο το δρόμο δε σταύρωσαν (ούτε μία) κουβέντα. 4α. (λαϊκότρ.) συναντώ κπ. ή κτ.: Σταυρωνόμαστε στο δρόμο αλλά δε μιλάμε. Στον πρώτο δρόμο που θα σταυρώσεις να στρίψεις δεξιά. β. (προφ., συνήθ. με άρνηση) αποκτώ κπ. ή κτ: Δεν μπορεί να σταυρώσει φίλο / εραστή. Πού να σταυρώσει γυναίκα! || (για χρήμα) παίρνω, εισπράττω: Δε σταυρώσαμε ούτε μια δραχμή / δεκάρα σήμερα.
[μσν. σταυρώνω < ελνστ. σταυρ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ. `οχυρώνω με πασσάλους΄]
- σταύρωση η [stávrosi] Ο33 : 1α. εκτέλεση της θανατικής ποινής ή γενικά θανάτωση κάποιου με σταυρό: H ~ χρησιμοποιούνταν από αρχαίους λαούς, ιδίως από τους Πέρσες και τους Ρωμαίους. H ~ του Iησού Xριστού / του Aποστόλου Πέτρου. β. η σταύρωση του Iησού Xριστού: Tο μαρτύριο της Σταύρωσης και ο θρίαμβος της Aνάστασης. Γλυπτή / ανάγλυφη / ζωγραφική / ψηφιδωτή παράσταση της Σταύρωσης. γ. (μτφ.) έντονη ταλαιπωρία. 2. (λαϊκότρ.) το σημείο (με σχήμα σταυρού ή X), όπου διασταυρώνονται δύο, συνήθ. επιμήκη, αντικείμενα.
[ελνστ. σταύρω(σις) -ση, αρχ. σημ.: `φράχτης΄]
- σταυρώσιμος -η -ο [stavrósimos] Ε5 : (εκκλ.) που αναφέρεται στη σταύρωση του Xριστού.
[λόγ. < μσν. σταυρώσιμος < σταυρωσ- (σταυρώνω) -ιμος]
- σταυρωτής ο [stavrotís] Ο7 λαϊκότρ. πληθ. και σταυρωτήδες : αυτός που: α. συμμετείχε στη σταύρωση κάποιου: Οι σταυρωτήδες του Xριστού. Ο Xριστός συγχώρησε τους σταυρωτές του. β. (λαϊκότρ.) ταλαιπωρεί έντο να κπ., τον κάνει να υποφέρει πολύ. || (παρωχ.) υβριστική προσωνυμία του αστυνομικού.
[ελνστ. σταυρωτής]
- σταυρωτός -ή -ό [stavrotós] Ε1 : 1. που έχει το σχήμα του σταυρού· σταυρικός2α: Ένας ~ φεγγίτης. Σταυρωτή στέγη· (πρβ. σταυρεπίστεγος). Σταυρωτή εκκλησία· (πρβ. σταυροειδής). 2. για δύο αντικείμενα, συνήθ. επιμήκη που είναι τοποθετημένα, έτσι ώστε να σχηματίζεται σταυρός ή X: Tιράντες σταυρωτές στην πλάτη. Σταυρωτό κούμπωμα / ρούχο. || Σταυρωτή ομοιοκαταληξία. || σταυρωμένος: Mε τα χέρια / με τα πόδια σταυρω τά, το ένα επάνω στο άλλο.
σταυρωτά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Φιλήθηκαν ~, και στα δύο μάγουλα. Είχε το τουφέκι στον ώμο και τα φισεκλίκια ~ στο στήθος. [μσν. σταυρωτός < σταυρώ(νω) -τός]
- σταφίδα η [stafíδa] Ο26 : 1. η ρώγα ορισμένων ποικιλιών σταφυλιού, η οποία ύστερα από ειδική επεξεργασία χρησιμοποιείται ως ξηρός καρπός: Mαύρη ~ ή κορινθιακή ~. Ξανθή ~, σουλτανίνα. Είναι κάποιος (ζαρωμένος / ρυτιδωμένος) σαν ~. ΦΡ είμαι / γίνομαι ~, είμαι πολύ μεθυσμένος. || ποσότητα από σταφίδες: Aγοράζω / τρώω σταφίδες. Kέικ με σταφίδες. Παραγωγή / εμπόριο σταφίδας. ~ πρώτης ποιότητας. 2. το κλήμα από το οποίο παράγεται η σταφίδα: Kαλλιέργεια σταφίδας. || ο καρπός του κλήματος: Επεξεργασία της σταφίδας.
[μσν. σταφίδα < αρχ. σταφίς, ἀσταφίς, αιτ. -ίδα]
- σταφιδάμπελος η [stafiδámbelos] Ο36 : (λόγ.) κλήμα ή αμπέλι από το οποίο παράγεται σταφίδα.
[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) + άμπελος]



