Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 175 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σιταρένιος -α -ο [sitarénos] & σταρένιος -α -ο [starénos] Ε4 : που είναι παρασκευασμένος από σιτάλευρο: Σιταρένιο ψωμί. Σιταρένια παξιμάδια.
[μσν. σιταρένιος < σιτάρ(ι) -ένιος· συγκ. του άτ. [i] κατά το σιτάρι > στάρι]
- σιτάρι το [sitári] & στάρι το [stári] Ο44 : μονοετές φυτό, το κυριότερο από τα δημητριακά: Xωράφια με ~. || ο καρπός, ο σπόρος του φυτού, από τον οποίο, αφού αλεστεί, παράγεται το αλεύρι: Mαλακό / σκληρό ~. Ένα τσουβάλι ~. Aποθήκη σταριού. ΦΡ ξεχωρίζω την ήρα* από το ~ / ξεχώρισε η ήρα από το ~.
[μσν. σιτάρι < ελνστ. σιτάριον υποκορ. του αρχ. σῖτος· συγκ. του άτ. [i] ]
- σιταρο- [sitaro] & σιταρό- [sitaró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (προφ.) σταρο- [staro] ή σταρό- [staró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο σιτάρι· (πρβ. σιτο-): σιταρόσπορος και σταρόσπορος, ~χώραφο και σταροχώραφο· σιταρόψειρα.
[μσν. σιταρο- θ. του ουσ. σιτάρ(ι) -ο- ως α' συνθ.: μσν. σιταρό-κοκκον `σπυρί σιτάρι΄, σιταρο-μάγαζο `σιταποθήκη΄· θ. του ουσ. στάρ(ι) -ο-]
- σιταροχώραφο το [sitaroxórafo] & σταροχώραφο το [staroxórafo] Ο41 : χωράφι σπαρμένο με σιτάρι.
[σιταρο-, σταρο- + χωράφ(ι) -ο]
- σταβλάρχης ο [stavlárxis] Ο10 : το αξίωμα του προϊσταμένου των βασιλικών στάβλων και ο αντίστοιχος τίτλος.
[λόγ. στάβλ(ος) + -άρχης μτφρδ. γερμ. Stallmeister]
- σταβλίζω [stavlízo] -ομαι Ρ2.1 : για μεγάλα ζώα, τα βάζω μέσα στο στάβλο: ~ τα άλογα.
[μσν. σταβλίζω < στάβλ(ος) -ίζω]
- στάβλισμα το [stávlizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταβλίζω.
[σταβλισ- (σταβλίζω) -μα]
- σταβλίτης ο [stavlítis] Ο10 : παλαιότερη ονομασία για τον εργαζόμενο σε στάβλο ζώων.
[λόγ. στάβλ(ος) -ίτης (πρβ. ελνστ. σταβλίτης `αξιωματούχος σε ταχυδρομικό σταθμό΄)]
- στάβλος ο [stávlos] Ο18 : 1. κτίσμα εφοδιασμένο με ειδικές εγκαταστάσεις το οποίο προορίζεται για τη στέγαση μεγάλων ζώων: ~ αλόγων / βοδιών. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός εξαιρετικά βρόμικου χώρου.
[ελνστ. ὁ στάβλος < τό στάβλον (μεταπλ. κατά το οrκος) < λατ. stab(u)l(um) `κατοικία ανθρώπων κατώτερης τάξης ή ζώων΄ -ον]
- στάγμα το [stáγma] Ο48 : (λόγ.) σταγόνα υγρού καθώς πέφτει· σταλαγματιά. || υγρό από απόσταξη· απόσταγμα.
[λόγ. < αρχ. στάγμα]



