Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπιθοβολώ
1 εγγραφή
σπιθοβολώ [spiθοvoló] Ρ10.1α : πετώ, βγάζω σπίθες, για ζωηρή φωτιά που τη δεχόμαστε ευχάριστα· σπιθίζω. || (μτφ.): μάτια του σπιθοβολούσαν.

[μσν. σπιθοβολώ < σπίθ(α) -ο- + -βολώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες