Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σπαγγέτι
1 item total
σπαγγέτι το [spagéti] & σπαγγέτο το [spagéto] Ο (άκλ.) : 1. είδος λεπτού μακαρονιού χωρίς οπή. 2. Γουέστερν ~, κινηματογραφική ταινία γουέστερν ιταλικής παραγωγής.

[ιταλ. αρσ. spaghetto, πληθ. spaghetti που θεωρήθηκε ουδ. εν.· ιταλ. spaghetto]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go