Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σούρτης
1 εγγραφή
σούρτης ο [súrtis] Ο10 : (λαϊκότρ.) σύρτης.

[< σύρτης με τροπή [i ( [y] ) > u] από επίδρ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες