Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 150 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σουτζουκάκι το [sudzukáki] Ο44α : (πληθ.) φαγητό από κιμά και διάφορα καρυκεύματα, που τον έχουν πλάσει σε μικρούς κυλίνδρους: Ψητά / σμυρναίικα σουτζουκάκια. Σουτζουκάκια σχάρας / φούρνου. || (σπάν. εν.) για το κάθε ένα τεμάχιο.
[τουρκ. sucuk -άκι]
- σουτζούκι το [sudzúki] Ο44 : 1. είδος γλυκίσματος από μουσταλευριά και καρύδια σε σχήμα μακριάς κυλινδρικής ράβδου. 2. (σπάν.) λουκάνικο ή σουτζουκάκι.
[τουρκ. sucuk -ι]
- σουτιέν το [sutxén] Ο (άκλ.) : γυναικείο εσώρουχο που συγκρατεί το στήθος· στηθόδεσμος.
[λόγ. < γαλλ. soutien-gorge]
- σουφί οι [sufí] Ο (άκλ.) : μωαμεθανοί ασκητές ή μοναχοί, οπαδοί του σουφισμού.
[λόγ. < αγγλ. ή γαλλ. sufi < αραβ. sūfī]
- σουφισμός ο [sufizmós] Ο17 : μυστική αίρεση των μουσουλμάνων, η οποία αποδέχεται και ασκεί το μοναχισμό: Ο ~ κατόρθωσε να συμφιλιώσει και να συνδυάσει τη μεταφυσική, το μυστικισμό και τον ισλαμισμό.
[λόγ. < γαλλ. soufisme < souf(i) = σουφ(ί) -isme = -ισμός]
- σουφλέ το [suflé] Ο (άκλ.) : για φαγητό που παρασκευάζεται με μείγμα διάφορων τυριών και κρέμα, και ψήνεται σε φούρνο: Ψήνετε το ~ σε δυνατό φούρνο. Φόρμα για ~.
[λόγ. < γαλλ. soufflé]
- σούφρα η [súfra] Ο25α : 1. (προφ.) πτυχή ή πτύχωση. || η ρυτίδα. 2. (λαϊκ.) α. ο σφιγκτήρας του πρωκτού. β. εύνοια τύχης· τύχη: Έχει ~, έχει τύχη. γ. ΦΡ το ΄κανα ~, το σούφρωσα, το έκλεψα.
[μσν. σούφρα ίσως < υστλατ. *sup(p)la `γονυκλισία΄ < λατ. supplicare `ικετεύω΄]
- σουφραζέτα η [sufrazéta] Ο25α : (παρωχ., μειωτ.) φεμινίστρια: Οι πρώτες φεμινίστριες, οι σουφραζέτες όπως τις ονόμαζαν, διακρίνονταν για το μαχητικό αλλά και προκλητικό τρόπο διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους.
[λόγ. < αγγλ. suffragett(e) -α ή μέσω του γαλλ. suffragette (ορθογρ. δαν.)]
- σούφρωμα το [súfroma] Ο49 : (προφ.) 1. σχηματισμός σούφρας· πτύχωση ή ρυτίδωση. 2. κλοπή πράγματος, υπεξαίρεση πράγματος κρυφά.
[σουφρώ(νω) -μα]
- σουφρώνω [sufróno] Ρ1α μππ. σουφρωμένος : 1. μαζεύω, συμπτύσσω κτ. και το κάνω να αποκτήσει σούρες, ζάρες, πτυχές ή ρυτίδες: Σούφρωσε τα φρύδια του όλος θυμό. || συμπτύσσομαι και αποκτώ ζάρες, ρυτίδες: Kοίταζε με σουφρωμένα χείλια και βλέμμα όλο παράπονο. 2. (προφ.) κλέβω κτ., ξεφεύγοντας από την προσοχή άλλου· ξαφρίζω, τσεπώνω: Nόμιζε που δεν τον έβλεπαν και πήγε να σουφρώσει το βιβλίο. Mέσα στην πολυκοσμία κάποιος μου σούφρωσε το πορτοφόλι.
[σούφρ(α) -ώνω]



